Γράφει η Δήμητρα Ζάρκου.
Λένε πως καταλαβαίνεις ότι μεγαλώνεις, από τις φορές που ανατρέχεις στο παρελθόν και σε αναμνήσεις παλιές. Μπορεί να είναι κι έτσι. Μπορεί, όμως, να είναι και η νοσταλγία που νιώθεις για κάτι πραγματικά όμορφο, αθώο, ανέμελο (ενίοτε και ριψοκίνδυνο) του τότε, που σήμερα λείπει. Κι αν έχεις παιδί, τότε οι διαφορές των δικών σου παιδικών χρόνων με των δικών του, είναι που σου φέρνουν μια μικρή μελαγχολία.
Ο κόσμος αλλάζει. Αυτά τα «μαραφέτια του διαβόλου» που έλεγε η γιαγιά μου κάθε τι καινούργιο τεχνολογικά που ερχόταν, έχουν γίνει πια αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας των σημερινών παιδιών. Ο χρόνος που κυλάει και τρέχουν οι ενήλικες να τον προλάβουν, έχει συμπαρασύρει – αναγκαστικά σε κάποιες περιπτώσεις – και τα σημερινά παιδιά, που ακόμα και τα καλοκαίρια, την εποχή της ξεγνοιασιάς, ακολουθούν συγκεκριμένο πρόγραμμα και ωράριο.
Και πόσο παράξενο αυτό ακούγεται, όταν σε εμάς τα καλοκαίρια δεν υπήρχε χρόνος. Υπήρχε μόνο πρωί, μεσημέρι ανάπαυσης και βράδυ. Ούτε ώρα, μα ούτε και ημερομηνία. Η μόνη φορά που μας ενδιέφερε πόσο του μηνός έχουμε, ήταν μόνο για κάποιο πανηγύρι που περιμέναμε με ανυπομονησία.
Αλλά για να είμαστε ειλικρινείς, στον περιορισμό του αυθορμητισμού των παιδιών, φταίμε κι εμείς οι σημερινοί γονείς. Σε αντίθεση με τους δικούς μας, είμαστε περισσότερο φοβισμένοι, τηρούμε ευλαβικά τους κανόνες προστασίας τους και τρέμουμε στη θέα ενός ματωμένου γόνατου. Όταν εμείς κάποτε τη βγάζαμε στην καρότσα του αγροτικού, κάναμε ποδήλατο χωρίς φρένα (τώρα δε νοείται να μην έχει το παιδί κράνος) και τα πόδια μας ήταν γεμάτα χτυπήματα και μελανιές, ενώ όταν ματώναμε, βάζαμε λίγο σάλιο κι εντάξει η πληγή!
Εντάξει, τρομακτικό. Και τώρα καταλαβαίνω τη γιαγιά μου, που κάθε φορά μου έλεγε «σε φυλάει άγιος με αυτά που κάνεις». Αλλά για να είμαι ειλικρινής, αυτές τις στιγμές που πλέον είναι γλυκές αναμνήσεις, δεν τις αλλάζω με τίποτα. Και αισθάνομαι τυχερή που μεγάλωσα τη δεκαετία του ’80 σε χωριό και συγκεκριμένα στο Κρυονέρι Κορινθίας (να τα λέμε και αυτά). Και όσοι πέρασαν έτσι τα δικά τους παιδικά χρόνια, είμαι σίγουρη πως συμφωνούν. Γιατί, αν δεν έχεις πιει νερό από το λάστιχο και δεν πηγαίνατε όλα τα παιδιά της γειτονιάς για μπάνιο πάνω στην καρότσα του αγροτικού, δεν ανήκεις στο γκρουπ.
Αλλά ας θυμηθούμε τι κάναμε ως παιδιά τα καλοκαίρια:
Μετράγαμε παγωτά και μπάνια
Κλασικά. Το μέτρημα για τα παγωτά ξεκινούσε συνήθως από την Κυριακή του Πάσχα, που τρώγαμε το πρώτο. Και συνεχιζόταν όλο το καλοκαίρι. Τρώγαμε και δύο παγωτά την ημέρα. Δικά μου αγαπημένα: Τρινιτά, Σικάγο, Καραμπόλα (για το δωράκι) και Τόγκο. Τον πύραυλο δεν τον έκανα καλά και άσε που επειδή τρώω αργά, στο τέλος έλιωνε και πασαλειβόμουνα παντού. Οπότε τα κυπελάκια ήταν η ασφαλής επιλογή. Εννοείται, δε, πως στο μέτρημα η κλεψιά πήγαινε σύννεφο και φτάναμε να μετράμε και 200 παγωτά ο καθένας.
Κάπως έτσι ήταν και με τα μπάνια. Επειδή, εγώ μεγάλωσα σε χωριό, δεν πηγαίναμε κάθε μέρα για μπάνιο. Οι Κυριακές ήταν πάντα αφιερωμένες στη θάλασσα, ενώ τις καθημερινές αν οι γονείς δεν είχαν δουλειές στα κτήματα, πηγαίναμε. Μάλιστα, κανονίζαμε όλη η γειτονιά. Όποιος γονιός μπορούσε, μάζευε τα παιδιά της γειτονιάς, ανεβαίναμε στην καρότσα του αγροτικού και πηγαίναμε για μπάνιο στο Κιάτο. Τώρα, που το σκέφτομαι είναι λίγο… ντροπή, αλλά τότε το κατά ευχαριστιόμασταν.
Δεν υπήρχε ωράριο
Ξυπνάγαμε αργά. Συνήθως, γύρω στις 10 το πρωί, πίναμε το γάλα – τα καλοκαίρια είχε κατσικίσιο γάλα, το οποίο σιχαινόμουν όπως μύριζε και είχα ποτίσει όλες τις γλάστρες – και φεύγαμε για παιχνίδι. Επειδή, ο ήλιος ήταν ντάλα, συνήθως καθόμασταν σε σπίτι ή σε κάποια αποθήκη ή υπόστεγο και παίζαμε χαλαρά ή κουβεντιάζαμε και λέγαμε και τα αισθηματικά μας.
Το μεσημέρι μετά το φαγητό ήταν η ώρα της ανάπαυσης. Ο μεσημεριανός ύπνος ποτέ δεν μου άρεσε, αλλά επειδή οι γονείς μου είχαν επιστρέψει από το κτήμα και ήθελαν να ξεκουραστούν, η εντολή ήταν «δεν θα βγάλεις κιχ». Έτσι, καθόμουν στο μπαλκόνι και χωρίς να βγάλω κιχ, διάβαζα το περιοδικό «ΚΑΙ» της μεγάλης αδελφής μου, λίγο «Μανίνα» ή έβαζα τα walkman που είχε φέρει ο θείος μου από τον Καναδά και άκουγα Άννα Βίσση και Αλέξια. Είπατε κάτι;
Το απόγευμα βγαίναμε για παιχνίδι όλα τα παιδιά της γειτονιάς και την κατάσταση τη λες και λίγο… ημί-άγρια. Αγόρια και κορίτσια παίζαμε μαζί. παίζαμε ποδόσφαιρο στα χωράφια που είχαν θερίσει και θυμάμαι τα πόδια μας να είναι όλο γρατσουνιές από τις καλαμιές που είχαν μείνει.
Κάναμε ποδήλατο (βάζαμε και κουτάκι για να κάνει και θόρυβο σαν αγωνιστικό), παίζαμε σχοινάκι, λάστιχο, κουτσό, κρυφτό, χαμένο θησαυρό, κυνηγητό, αλλά και παιχνίδια δικής μας έμπνευσης. Το, δε, παιχνίδι κρατούσε μέχρι αργά το βράδυ.
Αλλά οι αναμνήσεις, εννοείται δε σταματούν εδώ.
Τρώγαμε καρπούζι και φτύναμε τα κουκούτσια. Μάλιστα κάναμε και διαγωνισμό ποιος θα ρίξει πιο μακριά το κουκούτσι.
Σκαρφαλώναμε στα δέντρα.
Αν δεν είχαμε κερασιές στο σπίτι μας, κανένα πρόβλημα. Πηγαίναμε στου γείτονα και κλέβαμε κεράσια. Άλλοι κρατούσανε τσίλιες και οι υπόλοιποι μάζευαν κεράσια. Τα βάζαμε στη μπλούζα μας και φεύγαμε. Κι εδώ θυμάμαι τη μάνα μου να φωνάζει επειδή είχε βάψει η μπλούζα. Ειδικά, όταν μαζεύαμε βύσσινα. «Δύσκολος λεκές» έλεγε, αλλά τότε μού ακούγονταν λέξεις ακαταλαβίστικες.
Πίναμε νερό από το λάστιχο. Σκέτη απόλαυση. Περιμέναμε, βέβαια, να τρέξει πρώτα λίγο το νερό, να φύγει το ζεστό που έκαιγε από τον ήλιο και η πράσινη γλίτσα που έβγαζε το λάστιχο και μετά πίναμε στη σειρά όλα τα παιδιά.
Τρώγαμε χτυπητό αυγό. Μη μου πεις, δεν ξέρεις τι είναι. Λοιπόν, χτυπάγαμε καλά τον κρόκο του αυγού με ένα κουτάλι (γεμάτο γεμάτο) ζάχαρη κι ένα κουτάλι κακάο και γινόταν μια αφράτη κρέμα που τότε την έτρωγα με απόλαυση. Τώρα, ούτε ως ιδέα δεν μπορώ να το σκεφτώ.
Τρώγαμε μία φέτα ζυμωτό ψωμί, την οποία βρέχαμε με νερό και ρίχναμε πάνω ζάχαρη και κακάο. Ή σκέτο με ζάχαρη.
Τρώγαμε τηγανόψωμα από το ζυμάρι που είχε περισσέψει από το ψωμί που είχε ζυμώσει η μαμά.
Πηγαίναμε στη βρύση του χωριού και πιάναμε βατράχια.
Τσακωνόμασταν με τα παιδιά του άλλου μαχαλά. Υπήρχαν και… βεντέτες.
Κάναμε τηλεφωνικές πλάκες. Ειδικά, εμείς τα κορίτσια στα αγόρια που μας άρεσαν.
Ανεβαίναμε – και πάλι – στην καρότσα και πηγαίναμε με τους γονείς στο κτήμα. Από τις χειρότερες δικές μου αναμνήσεις
Περιμέναμε πώς και πώς το πανηγύρι του χωριού. Γουρουνοπούλα, χορός, παιχνίδια. Βάζαμε και τα καλά μας.
Τρώγαμε τα απογεύματα βανίλια (το γνωστό υποβρύχιο). Ένα μεγάλο κουτάλι της σούπας μέσα σε κρύο νερό. Απόλαυση.
Πίναμε σπιτική βυσσινάδα.
Τα βράδια μαζευόμασταν τα παιδιά της γειτονιάς και λέγαμε ιστορίες, κυρίως τρόμου.
Πολλά κορίτσια, τα καλοκαίρι κένταγαν. Έπρεπε να φτιάξουν την προίκα τους.
Και άλλα μάθαιναν να μαγειρεύουν και να κάνουν σωστά τις δουλειές του σπιτιού.
Στη θάλασσα, δε, όταν πηγαίναμε, ήμασταν μικροί Ούνοι. Κάναμε βουτιές από τα βραχάκια, ψάχναμε για αχινούς, κάναμε πατητή ο ένας στον άλλον.
Το καλοκαίρι τα αγόρια είχαν κάνει δεύτερη φύση τους τις στολές Παναθηναϊκού, Ολυμπιακού και ΑΕΚ. Κι επειδή φορούσαμε και τα ρούχα των μεγαλύτερων αδελφών, έβλεπες και κορίτσια με φανέλα Μαυρίδη! Αμ, πως.
Βέβαια, τα κορίτσια δεν αποχωρίζονταν τα ξύλινα τσόκαρα και τα σανδάλια με τα πολύχρωμα κορδόνια που έδεναν μέχρι το γόνατο.
Και αυτό όταν φορούσαμε παπούτσια, διότι την περισσότερη μέρα τρέχαμε ξυπόλητα.
2 σχόλια:
Ωραία χρόνια
Σε πολλά μοιάζουμε... αλλά στην δουλειά καθ'όλου...η συντάκτρια δεν δούλεψε μικρή όπως εμείς...
Δημοσίευση σχολίου