«Είχα τελειώσει την Ακαδημία από το 1954, είχα υπηρετήσει τη στρατιωτική μου θητεία, είχα ήδη δουλέψει ως δάσκαλος στο 1ο, 2ο & 4ο σχολείο Καισαριανής και είχα φτάσει μέχρι τη Μακεδονία (Κορμίστα Σερρών) ως προσωρινός δάσκαλος, αλλά επίσημος διορισμός δεν φαινόταν πουθενά στον ορίζοντα. Πρέπει να έλιωσα ένα ζευγάρι σόλες ανεβοκατεβαίνοντας τα ξύλινα (τότε) σκαλιά του υπουργείου Παιδείας για να μάθω πρώτος τον διορισμό μου. Το καθημερινό μου δρομολόγιο ήταν, υπουργείο – Εθνικό Τυπογραφείο, με είχαν μάθει οι θυρωροί, οι μπαρμπέρηδες και οι καθαρίστριες. Ώσπου μια μέρα, αρχές Οκτωβρίου του ’59, μόλις φθάνω στην οδό Καποδιστρίου (Εθνικό Τυπογραφείο), βλέπω πρόσωπα χαμογελαστά. Επιτέλους ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ! Πληρώνω, παίρνω 2 φύλλα της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και τρέχω σπίτι. Αρπάζω τη βαλίτσα που είχα έτοιμη από καιρό με όσα απαραίτητα μου χρειάζονταν και κατευθείαν στο ΚΤΕΛ Αιτωλοακαρνανίας! Μόλις φθάνω, χτυπάω την πόρτα του γραφείου της Επιθεώρησης, δείχνω το ΦΕΚ με σημειωμένο το όνομά μου και περιμένω να διοριστώ ώστε να αρχίσω να πληρώνομαι. Έπεσα όμως σε υπάλληλο γραφειοκράτη, της πιο συντηρητικής μορφής, περίμεναν οι «άθλιοι» το χαρτί από το υπουργείο. Για 2-3 μέρες λοιπόν ήμουν τουρίστας στην πόλη, μέχρι που έφτασε και το χαρτί. Ορκίζομαι και μου δίνουν «προσωρινή» θέση στονΚελανίτη (συνοικία της Ποταμούλας). Εδώ αρχίζει η καριέρα μου ως εκπαιδευτικός.
Οι κάτοικοι με περίμεναν πως και πως. Για πότε μου πήραν την βαλίτσα, για πότε μου ετοίμασαν το γιατάκι μου, όλα σε χρόνο μηδέν! Για ύπνο, μου παραχώρησε ο Μιλτιάδης Καφρίτσας ένα δωμάτιο επάνω από το μαγαζί – παντοπωλείο. Για φαγητό, οι φιλόξενοι κάτοικοι είχαν μεριμνήσει έτσι ώστε κάθε μεσημέρι με περίμενε ένα βαθύ πιάτο με κοτόπουλο «μπλουμ» (αλανιάρικο κοτόπουλο, μέσα σε πιλάφι), που ακόμα με κυνηγάει η γεύση του και η νοστιμιά του. Μετά από 2-3 μέρες παίρνω το φαγητό μου και κατεβαίνω στο μαγαζί με τη δικαιολογία ότι μόνο οι καλόγεροι και οι κατάδικοι τρώνε μόνοι στο κελί τους. Ήθελα να γνωρίσω και να γνωριστώ με τους κατοίκους. Έτσι, όποιος έμπαινε στο μαγαζί τον καλούσα για μια κούπα κρασί. Ήταν και οι μερίδες ξεγυρισμένες!