Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διηγήσεις-Ιστορίες Ποταμιωτών.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διηγήσεις-Ιστορίες Ποταμιωτών.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 7 Μαρτίου 2024

Ποταμούλα: Κάτι καλό ετοιμάζεται...

Μετά από επικοινωνία που είχε ο συντάκτης του potamoulanews με το Ιντερνετικό κανάλι "Greek Village Life" και συγκεκριμένα την κυρία Νία Χαρίτου και τον Ανδρέα Κουτσοθανάση που καταγράφουν την παραδοσιακή ζωή των Ελλήνων και βρίσκεται κοντά στα Ελληνικά χωριά για την ανάδειξη της ομορφιάς και της ιστορίας τους. 

Με χαρά δέχθηκαν την πρόσκληση και συναντήθηκαν με τον κ. Γιώργο Τσιτσιβό που ζεί στο χωριό μας και μέσα από την συνέντευξη μας παρουσιάζει την ζωή στο χωριό της Ποταμούλας,τα παιδικά του χρόνια,τις εμπειρίες από το Ξηρόμερο που έζησε και υπηρέτησε για πολλά χρόνια ως Ταχυδρόμος στα Χωριά της Βόνιτσας.

Και φυσικά μας τραγουδά παραδοσιακά δημοτικά τραγούδια.

Και αυτά και άλλα στιγμιότυπα θα τα απολαύσουμε τις επόμενες μέρες, μέσα από το βίντεο που θα ανέβει στο κανάλι  "Greek Village" και σίγουρα το αποτέλεσμα θα είναι καταπληκτικό. Life".https://youtube.com/@GreekVillageLife?si=1q2UpM6QRjspFmvJ




Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2023

Μια μέρα πένθους, που έγινε για όλους εμάς ψυχική ανάταση....


 ✍️𝓟𝓸𝓽𝓪𝓶𝓸𝓾𝓵𝓪 𝓶𝓪𝓲𝓽𝓼 📸 Μια μέρα πένθους, που έγινε για όλους εμάς ψυχική ανάταση....

Τόσα γράφτηκαν και άλλα τόσα γράφονται από πολλούς στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και sites, όπως ο καθείς από ιδεοληψία ή αυθόρμητα εκδήλωσε και με τον δικό του τρόπο εισέπραξε.

Μια νεκρώσιμος ακολουθία, που τόσα δίδαξε σε μικρούς και μεγάλους,για όσους ήταν παρών και εκείνους που μέσα από την τηλεόραση παρακολούθησαν.

Αν και για πολλούς από εμάς, που μόνο στα παραμύθια νοερά ζούσαμε, τώρα γίναμε αυτόπτες μάρτυρες σε μια πραγματικότητα που πολύ προτίμησαν την εθελοτυφλία.

Είδαμε Αξίες που στο διάβα των χρόνων ξεθώριασαν...

Είδαμε τον Σεβασμό προς τον γονέα και παππού που τόσο έχει εκλείψει.

Προσωπικότητες που δεν έλαμπαν από Βασιλικά στέμματα, αλλά φώτιζαν με την οικογενειακή τους μεγαλοπρέπεια που ανέδιδε μέσα από κάθε τους κίνηση...

Μάταια προσπάθησαν το γεγονός αυτό να υποβαθμίσουν...όσο και αν ήταν μια λιτή και απέριττη ακολουθία, μέσα από το πένθος αναγεννήθηκε η ελπίδα και  στολίστηκε από τα πρόσωπα εκείνων που με αξιοπρέπεια στάθηκαν στο ύψος της περιστάσεως με αποτέλεσμα να  υποκλίνεται μπροστά τους ολόκληρη η κοινωνία....

Δίδαξαν σε όλους, τι θα πει Σεβασμός,τι θα πει Ήθος,τι θα πει Οικογένεια και Πίστη στα ιερά και όσια του τόπου.

Τιμή και δόξα στον νεκρό, φορώντας το πένθιμο περιβραχιόνιο που δεκαετίες πριν βλέπαμε στους παππούδες μας . Κουβάλησαν στις πλάτες τους μια ιστορία ΕΛΛΑΔΑΣ ,έναν ΟΛΥΜΠΙΟΝΊΚΗ,τον Πατέρα και Παππού, που στην ζωή τους δίδαξε τι θα πει  Σεβασμός και υπερηφάνεια στη μητέρα πατρίδα.

Ζήσαμε τον θάνατο του Βασιλέα και γευτήκαμε για λίγο το νόημα και την έννοια αυτής της παραδειγματικής οικογένειας.

Μια μάνα που μίλησε με το διαπεραστικό της βλέμμα  και άγγιξε ψυχές μόνο με την σύσπαση του προσώπου της.

Τι και αν οι τιμές του κράτους απείχαν? Παγερά αδιάφορους άφησε όλους, καθώς η θέρμη του κόσμου έκανε αισθητή την παρουσία της.

Τι και αν δεν υπήρχε φιλαρμονική υπόκρουση ?

Οι ζητωκραυγές έδωσαν μια νότα αισιοδοξίας και ελπίδας ότι τίποτα δεν χάθηκε ακόμα....


Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2022

Σαράντα μέρες «ΡΟΥΠΕΛ-ΠΕΤΡΙΤΣΙ-ΠΟΤΑΜΟΥΛΑ»

Μια παλαιότερη αναδημοσίευση αλλά επίκαιρη.
Γράφει ο κ.Δημήτρης Ι. Τσούνης
   (Αστυνομικός Διευθυντής Ε.Α
Πρόεδρος αποστράτων Αιτωλοακαρνανίας)  

ΣΑΡΑΝΤΑ ΜΕΡΕΣ ΡΟΥΠΕΛ- ΠΕΤΡΙΤΣΙ- ΠΟΤΑΜΟΥΛΑ

Είχα την ευκαιρία να επισκεφθώ μέρος των οχυρών της «Γραμμής Μεταξά», στην περιοχή του νομού Σερρών στα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα.
Η αρχική ενημέρωση – ξενάγηση πραγματοποιήθηκε από υπεύθυνο Αξιωματικό του Ελληνικού Στρατού στα οχυρά του Ρούπελ. Έμεινα κατάπληκτος από το σχεδιασμό, την κατασκευή και τη σκοπιμότητα των οχυρών στην οριογραμμή των Ελληνοβουλγαρικών συνόρων.

Οι εργασίες κατασκευής των οχυρών ξεκίνησαν το έτος 1936 από το όρος Μπέλλες μέχρι την περιοχή της Κομοτηνής, 300 περίπου χιλιόμετρα και διήρκησαν 3,5 χρόνια. Σκοπός τους η άμυνα της χώρας, σε περίπτωση εισβολής, κυρίως από τη Βουλγαρία, η οποία επιζητούσε να ξαναπάρει εδάφη που έχασε κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων.
Η οχυρωματική γραμμή αποτελούνταν από υπόγειες σήραγγες, παρατηρητήρια, πυροβολεία, αντιαρματικές τάφρους κλπ. Για την κατασκευή συμμετείχαν αποκλειστικά Έλληνες, τοπογράφοι, μηχανικοί, στρατιωτικοί του μηχανικού κυρίως, το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και Ελληνικές εταιρίες κυρίως παραγωγής τσιμέντου.
Επιστρέφοντας στο χωριό μου την Ποταμούλα, διηγήθηκα κάποιες επιμέρους ιστορίες σε συγγενικό μου πρόσωπο σχετικά με την απόλυτη μυστικότητα των εργασιών, για το πώς επιλέγονταν οι στρατιώτες που θα εργάζονταν στην κατασκευή, πως μεταφέρονταν από και προς τα οχυρά, με τρένο και κλειστά παράθυρα και δεμένα μάτια!

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2022

Οι άντρες της Ποταμούλας στους Εθνικούς Αγώνες του 1940 - 44 (Φώτο - Ονόματα-Διηγήσεις).


Μια επίκαιρη, λόγω της εθνικής γιορτής 🇬🇷 ανάρτηση, αφιερωμένη στους Ποταμιώτες που πολέμησαν στο Αλβανικό μέτωπο, στα οχυρά Ρούπελ και στην Eθνική αντίσταση.

Ο αείμνηστος μπάρμπα Κώστας Αναγνωστόπουλος 91 ετών.

Κάθε φορά που μιλούσε για τον Ελληνοαλβανικό πόλεμο και για το Αντάρτικο αργότερα, τα μάτια του βουρκώναν. Ο χρόνος συνθηκολογούσε μαζί του και γύριζε πίσω στα χρόνια της δικής του νιότης με τις πικρές εκείνες αναμνήσεις που η κήρυξη του πολέμου, στις 28 Οκτωβρίου 1940,τον βρήκε έφηβο  να κουβαλάει με το γάιδαρό του ένα φορτίο καλαμπόκι και να το ανταλλάσσει με αλεύρι, κάπου κοντά στην Φραγκόσκαλα.


Τότε καμιά δεκαπενταριά νέοι, από το Χωριό της Ποταμούλας είχαν επιστρατευθεί και έφευγαν για τα Γιάννενα, όπου χωρίστηκαν από τους επιτελείς ανάλογα με τις ανάγκες του στρατού.Μερικά από τα ονόματα όσων πολέμησαν την περίοδο της κατοχής σας τα παραθέτουμε όπως τα θυμόταν ο παππούς Κωνσταντής και εάν κάποιος γνωρίζει η θυμάται και άλλους παρακαλούμε να μας το αναφέρει.

Παρασκευή 26 Αυγούστου 2022

Ποταμούλα:ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΗ ΠΟΛΕΜΙΣΤΗ

 Η Μικρασιατική Καταστροφή είναι η μεγαλύτερη εθνική τραγωδία στην ιστορία του νεότερου ελληνισμού. Τη φοβερή αυτή συμφορά συνθέτουν: η κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου τον Αύγουστο του 1922, η ήττα και σχεδόν η διάλυση της ένδοξης Στρατιάς Μικράς Ασίας, η πυρπόληση της Σμύρνης από τους Τούρκους, οι σφαγές, οι λεηλασίες και άλλες φρικαλεότητες σε βάρος Ελλήνων και Αρμενίων από τους Τούρκους, η εξόντωση εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων και άλλων χριστιανών από τους Τούρκους και ο ξεριζωμός του ελληνισμού από τις προαιώνιες εστίες του στη Μικρά Ασία και στη συνέχεια στην Ανατολική Θράκη. Με τα πολεμικά γεγονότα του Αυγούστου 1922 . 


Ας διαβάσουμε  ορισμένες αυθεντικές διηγήσεις από έναν αγράμματο και ορεσείβιο, αλλά πραγματικό πατριώτη και πολεμιστή, τον Δημήτριο Ιωάννου Τσούνη.


 

ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΣΤΗ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΘΡΑΚΗ



(Γράφει ο Δημήτριος Τσούνης, Αστυν. Διευθυντής ε.α.)


Χωροφύλαξ Δημήτριος Τσούνης
Σμύρνη 1922

Τετάρτη 8 Ιουνίου 2022

Ο δρόμος Αγρινίου - Καρπενησίου,ο δρόμος του κόσμου (Του Γιάννη Υφαντή)

Δρόμος του Αγρινίου, δρόμος του κόσμου..


Η κάθε πόλη έχει τις ρίζες της. Οι ρίζες της είναι οι δρόμοι που φεύγουν από αυτήν και φτάνουν σ' αυτήν. Μια από τις σημαντικότερες ρίζες της πόλης μας είναι η οδός Αγρινίου-Καρπενησίου.
Πριν από τον αυτοκινητόδρομο που ξέρουμε σήμερα υπήρχε ο αρχαίος δρόμος. Ο δρόμος αυτός λόγω της μεγάλης χρήσης του ήταν κάτι περισσότερο από μονοπάτι, ένας δρόμος κατάλληλος για μετακινήσεις ομαδικές, ζώων και ανθρώπων, καραβανιών, αποσπασμάτων, κλεφτών, ληστών, κοπαδιών και στρατευμάτων. Εντούτοις η κύρια χρήση του δρόμου αυτού ήταν για τη μεταφορά του αλατιού. Του αλατιού που μεταφερόταν για εμπόριο. Αγραφα, Καρπενήσι, Πίνδος, Θεσσαλία, Λαμία έπαιρναν αλάτι για να δώσουν άλλα αγαθά που οι Μεσολογγίτες, οι Αγρινιώτες και εν γένει οι Αιτωλοί δεν είχαν.
Ο αμαξόδρομος Αγρινίου-Καρπενησίου έγινε σταδιακά. Ξεκίνησε γύρω στα 1912, συνεχίστηκε στα 1927, και προς το μέρος του Καρπενησίου νομίζω τελείωσε ακόμα αργότερα. Όταν σήμερα λέμε ο δρόμος Αγρινίου-Καρπενησίου, εκφραζόμαστε συμβατικά, αφού ο δρόμος αυτός δεν είναι μόνον ο δρόμος Αγρινίου-Καρπενησίου. Αν τον συνεχίσουμε κανονικά, είναι ο δρόμος Αγρινίου-Καρπενησίου, Λαμίας, Θεσσαλονίκης, Βενετίας, Παρισιού, Βερολίνου, Μόσχας, Πεκίνου, Νέου Δελχί, Βαγδάτης, Τεχεράνης, Κωνσταντινούπολης, Αθήνας, Αγρινίου. Αλλά, καθώς η άκρη ενός χορταριού είναι πιο μεγάλη από ένα βουνό όταν καθόμαστε πολύ κοντά σ' αυτό το χορτάρι, καθώς το πολύ μεγάλο είναι πολύ μικρό και το πολύ μικρό είναι πολύ μεγάλο, το μέρος από την οδό Αγρινίου-Καρπενησίου που για μένα είναι το πιο μεγάλο και το πιο σημαντικό (κι είναι για μένα «ο κόσμος ο μικρός ο μέγας») είναι αυτό που αρχίζει από τα Στενά (μετά από τα Λιαγκέικα) και φτάνει ως τη Φραγκόσκαλα.
Πάνω από αυτό το δρόμο ο θείος μου ο Γιώργος, δάσκαλος, μόλις είχε επιστρέψει από τον πόλεμο της Μικρασίας, αντάλλαξε σφαίρες με τους ΤσοΒολαίους που με τη Βοήθεια ενός ληστή ήρθαν κι άρπαξαν την αδερφή του την Αθηνά από το ρέμα όπου έπλενε. Ο θείος μου πυροβολούσε ταμπουριασμένος κι αυτοί μέσα στη λάκκα να σέρνουν το κορίτσι, έφευγαν και πυροβολούσαν πίσω. Η απόσταση μεταξύ τους ως εξακόσια μέτρα. Εντέλει άφησαν την κοπέλα, μόλις είδαν μια από τις σφαίρες να χτυπά το ληστή στον ώμο κι ένα κομμάτι από το πουκάμισο του να πετιέται ψηλά.

Ο δρόμος αυτός πολύ αργότερα είδε τον άντρα της θειας μου της Αθηνάς, τον Ηλία Ζιάκκα να τον πηγαίνουν με αυτοκίνητο προς το Αγρίνιο τραυματισμένο (τον τραυμάτισε θανάσιμα με πιστόλι στην κοιλιά ο Νίκος Καπελάκης). Είπε στον πατέρα μου και στους άλλους που τον συνόδευαν: «Δε βλέπετε τον άνθρωπο που μας κάνει διαρκώς σινιάλο να σταματήσουμε; Σταματήστε λοιπόν να τον πάρουμε». Σταμάτησαν υπακούοντας στον τραυματισμένο. Κι αυτός αμέσως πέθανε. Διότι αυτός που έκανε σινιάλο ήταν ο Χάρος ή ο θάνατος, ο Αρχάγγελος Μιχαήλ, ο Ερμής ή κάποιος άλλος συνοδός ψυχών.

Ο δρόμος αυτός είδε τα στρατεύματα κατοχής, ιταλικά και γερμανικά. Περνούσε η φάλαγγα, λέει ο πατέρας μου. «Εγώ ήμουν κρυμμένος στην πλαγιά του λόφου, κρατώντας ένα μάλινχερ. Οι γυναίκες είχαν κρυφτεί στο σπίτι. Προς το τέλος της φάλαγγας, ένας Ιάπωνας που πλιατσικολογούσε ξετρύπωσε μια από τις κοπέλες του σπιτιού και την κυνηγούσε. Έλεγα, δεν πρέπει να πυροβολήσω γιατί αυτοί μετά θα κάψουν το χωριό και θα εκτελέσουν όσους μπορέσουν να πιάσουν. Αν όμως πιάσει την κοπέλα, θα πρέπει να πυροβολήσω». Εντέλει, ένας γερμανός αξιωματικός της οπισθο­φυλακής παρενέβη, επέπληξε αυστηρά τον Ιάπωνα και γλίτωσε η κοπέλα μα κι ολόκληρο το χωριό και κόσμος πολύς από εκτέλεση.
Αυτός ο δρόμος που γνώρισε την παλίρροια στρατευμάτων και φυλών, κοπαδιών και καραβανιών άκουσε επίσης τις ριπές που έριξαν οι Γερμανοί στον πατέρα μου. Καθώς έδινε το σάλτο προς τη λογγιασμένη πλαγιά, ένιωσε το δεξί του αυτί να καίγεται. Σκέφτηκε εκεί πάνω στο πήδημα. «Ας πάει στην ευχή το αυτί, αρκεί που γλίτωσα». Κι όμως όταν κρύφτηκε, άπλωσε το χέρι του και το αυτί ήταν στη θέση του, απλώς είχε νιώσει τον αναμμένο αέρα του Βλήματος που περνούσε δείχνοντας άλλο στόχο, διότι δεν ήταν γραμμένο να πεθάνει τότε ο πατέρας μου, διότι αν τότε πέθαινε όλα θα ήταν διαφορετικά μέσα στο σύμπαν κι εγώ δεν θα Βρισκόμουν σ' αυτή τη θέση εδώ που βρίσκομαι τώρα. Ο δρόμος αυτός είδε τους Γερμανούς να παίρνουν τον Γέρο Τσούμα, αυτόν με τον οποίο ο πατέρας μου κουβέντιαζε λίγο πριν τον πυροβολήσουν, να τον οδηγούν στην Ποταμούλα, να τον δένουν πάνω στ' άχερα σταυρωτά και να τον καίνε μαζί με τ' άχερα

Ο δρόμος αυτός είδε κηδείες και γάμους, είδε καβαλάρηδες ν' ανταγωνίζονται ποιος θα πάρει τα σιχαρίκια από τη νύφη. Πάνω σ' αυτό το δρόμο πέρασαν τον Ζαν Μιστλέρ, τον γάλλο νεαρό που δραπέτευσε από τα στρατεύματα των Γερμανών, φιλοξενήθηκε από τον Κουτσογιαννόπουλο στο Αγρίνιο, προδόθηκε από γερμανόφιλους και πολιορκημένος πήδηξε από το πάνω παράθυρο και τραυματίστηκε. Κατέφυγε σε φίλους, μέχρι που έφτασε στο σπίτι μας, στο χωριό. Πέθανε στα χέρια του απαρηγόρητου πατέρα μου. Ο τάφος του βρίσκεται στον Άγιο Χαράλαμπο της Ραΐνας. Είναι ένας απλός σταυρός μπηγμένος στο χώμα. Πάνω τ' όνομα του και οι χρονολογίες. Πιο κάτω με μικρότερα γράμματα οι επιγραφές όπου διαβάζει κανείς: βιβ λα γκρες, βιβ λα φρανς. Είναι ο ομορφότερος τάφος. Διότι είναι ο τάφος του ξένου που δεν τον περιποιείται κανείς. Έτσι ανέλαβε τη φροντίδα του η μάνα Φύση.
Ο δρόμος αυτός είδε τους Βλάχους να κατεβαίνουν καραβάνια καραβάνια το φθινόπωρο προς τον κάμπο και την άνοιξη προς τα βουνά. Σειρά κοπάδια, μεγάλα κοπάδια, μ' εκατοντάδες κουδούνια, με κάτι πελώρια σκυλιά, με άλογα φορτωμένα κιλίμια, παντανίες, φλοκάτες, κουβέρτες, κουζινικά, μικρά παιδιά. Σφυρίγματα και φωνές. Και οι κοκκινομάγουλες βλαχοπούλες με τα τσουράπια τους, με τα κεντημένα φουστάνια τους και γιλέκα. Και οι άντρες μάλλινα ντυμένοι, με τις κάπες τους πάντα και το σκούφο τους, τη γκλίτσα και το ελεύθερο χέρι για τα σφυρίγματα και τις πέτρες. Κάποτε τους έπιανε ο χειμώνας κι αμολούσαν τα ασυγκράτητα άλλωστε πεινασμένα κοπάδια μες" στα σπαρτά. Γίνονταν τσακωμοί, δικαστήρια, απειλές εκατέρωθεν. Χρόνια και χρόνια αυτή η παλίρροια των κοπαδιών.

Μέχρι που έπαψαν να περνούν. Βλέπουμε τα κοπάδια πια να διαβαίνουν κλεισμένα σε πολυόροφα μαντριά πάνω σε φορτηγά. Πέρασε κι αυτό, όπως τόσα άλλα.
Ο δρόμος έφερνε Τσιγγάνους. Κάποτε στρατοπέδευαν στις σιταριές μας και τη νύχτα με φακούς και με λάμπες θυέλλης και με τα σκυλιά τους που φορούσαν στρογγυλά κουδουνάκια σαν εκείνα του θυμιατού κυνηγούσαν σκαντζόχοιρους. Κι ενώ οι άμαξες τους ήταν στρατοπεδευμένες και τα άλογα βοσκούσαν λέφτερα, οι Τσιγγάνες περνούσαν για να ζητήσουν κάτι και για να πουν τη μοίρα. Καμιά φορά έκλεβαν κιόλας. Οι Γύφτοι μας ενέπνεαν γοητεία και φόβο. Όμως ποτέ δεν μας πείραξαν. Και σήμερα ακόμα είναι η φυλή που περισσότερο αγαπώ. Παρέμεινε παιδική και αρχαία σε όλα της. Παρέμεινε παιδική και αρχαία γι' αυτό και πανέμορφη. Όσο για το φέρσιμο τους μέσα στη χώρα μας υπήρξε άψογο. Δεν μας παίνεψαν ποτέ όπως άλλοι λαοί. Δεν ξέρουν τον Παρθενώνα μας, τον Όμηρο μας και τις Μυκήνες μας· δεν ξέρουν τον Μαραθώνα μας, τον Λεωνίδα μας, τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο μας, τον Ρίτσο μας, τον Καζατζάκη μας, τον Σεφέρη μας και τον Ελύτη μας. Κι όμως αυτοί που ποτέ δεν μας παίνεψαν για τίποτε ποτέ δεν μας φέρθηκαν μπαμπέσικα, όπως άλλοι λαοί που μας παίνεψαν πολύ και παινεύονται πως μας ξέρουν καλά και μας αγαπούν.

Ο δρόμος έφερνε το θείο μου το δάσκαλο και τα ξαδέρφια μου από το Πετροχώρι. Έφερνε τα ξαδέρφια μου από τον Πειραιά και την Αθήνα. Έφερνε τον πατέρα μου από το Αγρίνιο. Έφερνε τη μυρουδιά της πόλης. Για μας η μυρουδιά της βενζίνας, του πετρελαίου, του καπνού της εξάτμισης, δεν ήταν μόλυνση και κακά πράγματα. Ήταν η μυρουδιά του παραπέρα, η μυρουδιά του πολιτισμού. Κι ό,τι πετιόταν από το αυτοκίνητο (εκτός από τις σακούλες με τους εμετούς), άδεια κουτιά από τσιγάρα, χαρτάκια χρωματιστά από καραμέλες, ήσαν πράγματα πολύτιμα. Οι άνθρωποι που ερχόντουσαν από την πόλη είχαν μια άλλην μυρουδιά. Ακόμα κι ο πατέρας μου που πήγαινε εκεί για μια μέρα μύριζε πόλη. Ο δρόμος λοιπόν έφερνε σε μας, κάποτε, μαζί με τις μυρουδιές, το πολιτισμένο «παραπέρα». Ακόμα κι ο κουρνιαχτός των αυτοκινήτων ήταν καλόδεχτος.
Εμείς, λοιπόν, αγαπούσαμε και θαυμάζαμε ό,τι έφερνε ο δρόμος από την πόλη. Αλλά υπήρχαν κι άλλοι χειρότεροι από μας. Οι βουνίσιοι που δεν είχαν δει ποτέ τους αυτοκίνητο. Κάποτε ο μπάρμπας μου ο Αντρέας έφερε από την Κερασιά, χωριό της μάνας μου, το γιο του τον Γιώργο, εφτά χρονών παιδί και μια προβατίνα. Βάλαμε την προβατίνα στο δικό μας κοπάδι. Και συνέβαινε το εξής: τα αυτοκίνητα ήσαν βεβαίως πολύ αραιά. Και πάνω στο χαλικόδρομο με τις στροφές και τις λακκούβες πήγαιναν αργά. Το «πηγαίνει με πενήντα» εκείνη την εποχή ήταν μεγάλη ταχύτητα. Λοιπόν, στο μέρος που ήταν το σπίτι μας, ο δρόμος ήταν φανερός πάνω σε δύο χιλιόμετρα. Η προβατίνα κι ο Γιώργος, μόλις έραζε κάποιο αυτοκίνητο στη στροφή του Αγίου Χαραλάμπου, στήλωναν επάνω του τα μάτια τους εκστατικά και ακολουθούσαν το αυτοκίνητο σ' όλη τη διαδρομή, μέχρι που χανόταν στη στροφή της Βαρειάς για Αγρίνιο. Έβλεπες τα δύο Βουνίσια κεφάλια της προβατίνας και του αγοριού ν' ακολουθούν το αυτοκίνητο από τη στιγμή που ξεκάμπιζε, μέχρις εκεί που κρυβόταν. Όλα τα άλλα πρόβατα βοσκούσαν, όμως η προβατίνα που ήρθε από τα Βουνά κοίταζε τ' αυτοκίνητα. Όλα τ' άλλα αγόρια έπαιζαν, όμως το αγόρι που ήρθε από τα Βουνά κοίταζε τ' αυτοκίνητα. Ποτέ μου δεν ξέχασα τα δύο αυτά κεφάλια που γύριζαν αργά παρακολουθώντας τ' αυτοκίνητα.
Ο δρόμος είχε τα γεφύρια του. Τα γεφύρια, οι ναοί των παιδιών, η κατοικία των απόκληρων. (Παράξενο· πάντα τα θεωρούμε μέρος του ποταμού, μα στην πραγματικότητα είναι μέρος του δρόμου.).

Τα γεφύρια όταν ήμουν παιδί ήταν χώροι για πολλές χρήσεις. Κοπάδια σταύλιζαν εκεί τα καλο­καίρια. Άστεγοι ταξιδιώτες τα χρησιμοποιούσαν για στέγη. Κλεμμένα ζευγάρια εύρισκαν εκεί προσωρινό καταφύγιο. Πεζοπόροι που αναζητούσαν δροσιά και ύπνο κατέφευγαν εκεί τα καλοκαιρινά μεσημέρια. Μάγοι και μάγισσες τα χρησιμοποιούσαν τα μεσάνυχτα για να μαζεύουν διαβόλους, θυμούμαι κάποτε μια γυναίκα που φημιζόταν για μάγισσα. Κρατώντας ένα παλούκι έβγαινε μια νύχτα από ένα γεφύρι. Και με τη στριγγιά της φωνή μας είπε: «Μην πείτε σε κανέναν πως με είδα­τε εδώ μωρέ παλιόπαιδα. Αν πείτε τίποτε, θα σας πάρει ο διάβολος».
Ακόμα εκεί, στα γεφύρια όπου διασταυρώνεται ο δρόμος των ανθρώπων κι ο δρόμος του νερού, σταματούσε η Κυρά Κάλλω με το συνάφι της, όταν διέτρεχε τα ρέματα με τραγούδια χορούς και όργανα. Σταματούσε για λίγο. Δεν είναι η Κάλλι των Ινδιών. Πιστεύω πως είναι η Καλλίστη, η αρχινεράιδα με το εκθαμβωτικό κάλλος, που εγώ σας ορκίζομαι, τη συνάντησα πολλάκις με διάφορα πρόσωπα γυναικών. Είναι γι' αυτήν που έχω γράψει στο απώτερο μα και στο πρόσφατο παρελθόν:

Εκεί δα μια ξυπόλυτη και λαμπροφορεμένη

που 'χε του ρίσου τα πλουμιά της αστραπής τα μάτια

Την κράζω να παλαίψουμε στα μαρμαρένια αλώνια.

Κι αυτή μου λέει πως προτιμά τα δροσερά σεντόνια.

Εκείνο που θυμούμαι έντονα από τα γεφύρια ήταν η δροσιά τους. Μα πάνω απ' όλα η ακουστική τους. Καμαρωτά καθώς ήταν τα περισσότερα, στρογγύλευαν τις φωνές μας και τις έκαναν να κατευθύνονται προς τις ψαλμωδίες, διότι όλο αυτό το στρογγύλεμα, το καμάρωμα της φωνής, μας θύμιζε τις φωνές των παπάδων και των ψαλτάδων στις εκκλησιές. Στα γεφύρια, λοιπόν, εμείς τα παιδιά, θα έλεγα, Βυζαντινίσαμε τις φωνές μας.

Στο δρόμο αυτόν περπάτησαν διάφοροι σαλοί, παλαβοί, όπως τους έλεγαν, και που εμείς τα παιδιά τους φοβόμασταν, μόλο που αυτοί ήσαν οι ηπιότεροι και οι αθωότεροι άνθρωποι. Ο Μητρός απ' την Τατάρνα. Ο Νίκος ο Παλαβός. Ο Γιάννης Νικάκης. Ο Ταμπουρλογιάννης. Ο τελευταίος αυτός ήταν θείος της μάνας μου. Δεν έκανε παιδιά και οικογένεια, γιατί, έλεγε, «το να κάνεις παιδιά σ' ένα τόσο σκληρό κόσμο είναι κακούργημα». Γύριζε εργάτης εδώ κι εκεί. Για να βγάζει το ψωμί του. Αλλά κυρίως για να μπορεί να πληρώνει τους οργανοπαίχτες στα πανηγύρια και να χορεύει. Αγαπούσε τα όργανα, εξού και Ταμπουρλογιάννης. Και ήταν έξοχος, φημισμένος χορευτής. Κι όταν φέρνω στο νου μου αυτό τον περιφρονημένο «παλαβό» συγγενή, θυμούμαι πάντα τους στίχους του 'Ελιοτ που λένε:

Αδυνατούσε να Βαδίσει των ανθρώπων την οδό

κι έγιν' εντέλει ένας χορευτής μπρος στο θεό.
Στη Ραΐνα, ο δρόμος που συνόδευε τον αμαξωτό δρόμο ήταν αυτός που διάβαινε το νερό. Το Ραϊνόρεμα ίσως να είναι η νοτιότερη ρίζα του Αχελώου. Ανάμεσα σ' αυτούς τους δύο δρόμους πέρασα τα παιδικά μου χρόνια. Γνώρισα το ζωντανό ημερολόγιο των εποχών. Διάβασα τις πρώτες μαγικές σελίδες που ήσαν τα ανοιχτά φτερά της πεταλούδας. Γνώρισα πολιτείες μυθικές, πανάρχαιες παρατηρώντας ώρες και ώρες τις φωλιές των μυρμηγκιών. Ανάμεσα σ' αυτούς τους δύο δρόμους άκουσα τραγούδια και θρύλους, παραμύθια και ιστορίες για φονικά και πνιγμούς και ανθρώπους που τρελάθηκαν κυνηγημένοι από φωνές ή από παράφορο έρωτα, από αδικίες ή από άγνωστο σάλεμα του λογικού. Αυτός ο ταπεινός δρόμος, περπατημένος από βροχιές και χιόνια, όπως όλοι οι δρόμοι, από ομίχλες κι αρρώστιες, φήμες κι αρώματα και δυσωδίες, είναι πολύ ασήμαντος και συνάμα πολύ σημαντικός. Όχι μόνο γιατί, όπως είπαμε, οδηγεί σε όλη την Ευρώπη και την Ασία, μα προπάντων γιατί (όπως θα έλεγε ο Φερνάντο Πεσόα) είναι ο δρόμος από τον οποίο βλέπεις το σύμπαν όπως από κάθε άλλο μέρος της γης. Είναι ο δρόμος που τον Βλέπουν και τον περπατούν τα διά­σημα ουράνια ζώα, ο ήλιος και το φεγγάρι. Είναι ο δρόμος που τον Βλέπουν οι ίδιοι αστερισμοί πάνω στους οποίους ρέμβασαν ποιητές και στρατηλάτες απ' όλο τον κόσμο, λαοί, φυλές και ομάδες και τα μοναχικά εκείνα άτομα που λέγονται ήρωες. Εντέλει δεν είναι ο δρόμος Αγρινίου-Καρπενησίου, αλλά ο δρόμος. Κι αν θέλουμε, πιο συγκεκριμένα, είναι μέρος του ενός δρόμου, του μεγάλου δρόμου που είναι τυλιγμένος στο κουβάρι της γης, της γης που είναι κι αυτή ένα χαλίκι πάνω στον άλλο δρόμο που λέγεται Γαλαξίας.

Σάββατο 22 Αυγούστου 2020

Τότε που η μεταφορά της Προυσιώτισσας έγινε με φορτηγό στην Ποταμούλα. (Φώτο)

Δύο αποκλειστικές φωτογραφίες, έχει στην κατοχή του ο συγχωριανός μας Σωτήρης Παπαθανάσης,ιδιοκτήτης του κέντρου "ΣΚΟΡΠΙΟΣ" στην Ποταμούλα τις οποίες παραχώρησε  και αφορούν την άφιξη της Ιεράς εικόνας της Παναγίας Προυσιώτισσας στο χωριό μας  
Η εικόνα της Παναγίας Προυσιωτίσσης, τοποθετήθει για την μεταφορά της στην καρότσα ενός επανδρωμένου φορτηγού. Ιδιοκτήτης του μεταφορικού αυτού μέσου ήταν ο κ. Γεώργιος Κ. Ανδρώνης
Πλήθος κόσμου ακολούθησαν την μεταφορά της Ιεράς εικόνας με κάθε μέσο, κατακλίζοντας τον ιερό ναό του χωριού μας Άγιο Γεώργιο

Λεπτομέρειες για την μεταφορά της Ιεράς εικόνας στην Ποταμούλα , αντλήσαμε από το βιβλίο. 

«ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΝ ΕΥΡΥΤΑΝΙΑ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΠΡΟΥΣΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΝ ΑΥΤΗ ΘΑΥΜΑ-ΤΟΥΡΓΟΥ ΕΙΚΟΝΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΠΡΟΥΣΙΩΤΙΣΣΗΣ»,
Γρηγορίου Ι. Νταβαρίνου, γυμνασιάρχου & Ανδρέου Δ. Τσαπέρα, δημοδιδασκάλου, ΑΘΗΝΑΙ 1957. Γράφει λοιπόν το ανωτέρω βιβλίο τα εξής:

 « Ενώ εφαίνετο ότι έβαινεν η Μονή προς ανόρθωσιν και λύσιν των ζωτικών προβλημάτων της στεγάσεως και διατροφής, νέα περιπέτεια μεταπολεμική εμφανισθείσα ως λαίλαψ ανέκοψε τον ρυθμόν της ανοικοδομήσεως.
  Το επίσημον κράτος απησχολημένον με την παγίωσιν της ασφαλείας ηναγκάσθη να επιτρέψει την εκκένωσιν του Προυσού και περιχώρων εκ του πληθυσμού. Η θαυματουργός εικών της Προυσιωτίσσης και τα άλλα αξιόλογα κειμήλια μεταφέρθησαν την 1ην Οκτωβρίου του 1948 εις την Ποταμούλαν, χωρίον απέχον από το Αγρίνιον μιαν περίπου ώραν με αυτοκίνητον και ετοποθετήθη εις τον Ιερόν Ναόν του Αγίου Γεωργίου. Εκ της Ιεράς Μονής μέχρι Προστοβάς η αγία εικών μεταφέρθη επί θρόνου βασταζομένου επί ώμων ευσεβών κατοίκων, εναλλασομένων εν μέσω ιεράς πομπής κλήρου και λαού.
Εκ Ποταμούλας η Αγία Εικών μεταφέρθη εις Ναύπακτον την 21ην Νοεμβρίου 1948 και ενεθρονίσθη εις τον Ναόν του Αγίου Διονυσίου.
  Εκ Ναυπάκτου μετεφέρθη πάλιν εις Ποταμούλαν την 30ην Ιουνίου του έτους 1949, συνοδευομένη υπό του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπακτίας & Ευρυτανίας κ. Χριστοφόρου και έμεινεν εκεί έως τέλους Απριλίου 1950 και την 30ην Απριλίου του έτους 1950 ημέραν Κυριακήν και ώρα 12 μεσημβρινήν, αφού ετελέσθη εις ΠοταμούλανΑρχιερατική λειτουργία υπό του Σεβασμιωτάτου κ. Χριστοφόρου Αλεξανδροπούλου, συναθροισθέντων κατά την ημέραν ταύτην προς αποχαιρετισμόν της θαυματουργού Εικόνος πολλών χριστιανών του Νομού Αιτωλοακαρνανίας και της πόλεως Πατρών και Ναυπάκτου, επαναφέρθη εις το θείον ενδιαίτημα και επανετοποθετήθη η θαυματουργός Εικών εις την εν τω Ιερώ Παρεκκλησίω θέσιν, την οποίαν από αιώνων εξελέξατο ως κατοικητήριον αυτής».

Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2020

Το ΙΣΤΟΡΙΚΌ εικόνισμα της Ποταμούλας.



Γράφει ο κ.Δημήτρης Ι. Τσούνης (Αστυνομικός Διευθυντής Ε.Α)
Στη θέση "Σαμαρά" της τοπικής κοινότητας Ποταμούλας του Δήμου Αγρινίου, στέκει αγέρωχο από τον 18o αιώνα, ένα πέτρινο εικόνισμα σε κτήμα ιδιοκτησίας των αδερφών Δημητρίου και Ευθυμίου Ανδρώνη.
Κατασκευάστηκε σε μονοπάτι που χρησιμοποιούσαν άνθρωποι και ζώα για τις μετακινήσεις των από το Αγρίνιο προς την περιοχή της Ευρυτανίας ,πρίν την κατασκευή του σημερινού αυτοκινητόδρομου ,το έτος 1929.
Σύμφωνα με την έρευνα μου, βασισμένη στις διηγήσεις των ηλικιωμένων κατοίκων της  Ποταμούλας κατασκευάστηκε τον 18o αιώνα , από άγνωστο τεχνίτη με δαπάνες του Μιχαήλ (Μίχου) Ανδρώνη (παππούς του Σταύρου Ανδρώνη).
Και ήταν τάμα για πρόβλημα υγείας που αντιμετώπιζε.Το ιερό εικόνισμα στην πρόσοψη του εκτός από το εικονοστάσι και τον μικρό αποθηκευτικό χώρο , έχει χαραγμένο σε χωματόπετρα το σημείο του Σταυρού και κάποια δυσδιάκριτη ημερομηνία. Στην ανατολική (οπίσθια πλευρά) τα γράμματα Φ.Α.Τ.Α .
Στην πλευρά σε τετράγωνη πέτρα τα γράμματα ΚΧΑ  και από κάτω ακριβώς τα γράμματα ΒΒΑ και τη χρονολογία 1844.
Για τα γράμματα ΒΒΑ εικάζεται ότι χαράχτηκαν από τον αείμνηστο Βασίλειο Βασιλείου Ανδρώνη.
Επειδή ο σκοπός της ανέγερσης του ήταν τάμα για πρόβλημα υγείας και δεν γνωρίζουμε τον Άγιο που ήταν αφιερωμένο , προτείνω να τοποθετηθεί η εικόνα της Παναγίας της Γιάτρισσας η της Ελεούσας η κάποια άλλη που θα υποδείξει ο εφημέριος του χωριού.
Το πέτρινο εικόνισμα είναι έργο τέχνης για την αρχιτεκτονική της περιοχής και θα πρέπει να το διατηρήσουμε ως πολιτιστική κληρονομιά για την Ποταμούλα,οι δε ιδιοκτήτες του να το διαφυλάξουν παρακαταθήκη προερχόμενη από τους προγόνους τους και να το παραδώσουν αναλλοίωτο στις επόμενες γενιές.



Πέμπτη 21 Μαρτίου 2019

Ποταμούλα: Τα "βαφτίσια" μιας αλλοτινής εποχής!!!!

Παίρνοντας αφορμή απο τις παρακάτω φωτογραφίες,που είχαμε στο αρχείο μας, δημοσιεύουμε το κείμενο που ακολουθεί με τα έθιμα και τις δυσειδαιμονίες εκείνης της εποχής,που ίσως σήμερα φαντάζουν εξωπραγματικά.....

Το μυστήριο της Βάπτισης στον Άγιο Γεώργιο Ποταμούλας, από τον μακαριστό παπά Δημήτρη Ιωακείμ.

Το παρακατω κείμενο Πηγή : Λαογραφικό υλικό από σημείωμα του Ξένου Ξενίτα στα Ποντιακά φύλλα - Τεύχος 25ον - Μάρτιος 1938, σελ 324 - 327
Η βάφτιση,τα βαφτίσια ή φωτίσια̤, θεωρούνταν ένα από τα σπουδαιότερα, αν όχι το σπουδαιότερο από όλα τα άλλα μυστήρια της Χριστιανικής εκκλησίας. Επικρατούσε η δοξασία ότι δια του βαπτίσματος υπάρχει απαλλαγή απ' το προπατορικό αμάρτημα, της αιτίας δηλαδή εκδίωξης των πρωτόπλαστων Αδάμ και Εύας από τον Παράδεισο. Προπαντός για τα μικρά παιδιά πίστευαν ότι, αν τύχαινε να πεθάνουν βαφτισμένα πρίν μεγαλώσουν και αρχίσουν τις αμαρτίες, ήταν απόλυτα εξασφαλισμένος ο Παράδεισος, όπου θα αφομοιώνονταν με τα φτερωτά αγγελούδια και τα καλλικέλαδα πουλιά. Κι αν τύχαινε να πεθάνουν αβάφτιστα, η ψυχούλα τους θα ήταν κολασμένη στην αιωνιότητα. Γι αυτό, η σοβαρότερη φροντίδα μόλις γεννιόταν ένα παιδί ήταν να το βαφτίσουν. Έτρεμαν να μη πεθάνει πρίν προλάβει να βαφτιστεί. Σε τέτοια περίπτωση, η θανάσιμη αμαρτία σύμφωνα με την παράδοση - εβάρυνε τους παππούδες, διότι οι γονιοί του παιδιού σαν νεότεροι δεν είχαν την πείρα της ζωής, έταν τζαχάλ' , ήταν άμαθοι, άπειροι, τζαχίληδες. Για να προλάβουν λοιπόν ένα τέτοιο ενδεχόμενο, έσπευδαν τη βάφτιση, η οποία γινόταν σε 15 με 40 ημέρες το πολύ από τη γέννα.
Ο μακαριστός  παπά Δημήτρης Ιωακείμ τελεί την βάπτιση σε σπίτι...
Αν ξαφνικά αρρωστούσε το παιδί, η μόνη φροντίδα των γονιών ήταν, πρίν κι από τον γιατρό, να καλέσουν τον παπά και τον ανάδοχο και άψε σβήσε να το βαφτίσουν.

Δευτέρα 2 Απριλίου 2018

Μια συγκλονιστική Διήγηση του Μπάρμπα - Θανάση Παπαντώνη. Καλή Αγία και Μεγάλη Εβδομάδα.


Διανύουμε την αγία και Μεγάλη Εβδομάδα και ευχόμαστε να περάσουμε όλοι καλό κι ευλογημένο Πάσχα.
 Είναι αλήθεια ότι πολλές φορές μας διαφεύγει η ουσία των μεγάλων γιορτών και ασχολούμαστε με τα επουσιώδη.
Ας ακολουθήσουμε βήμα-βήμα την πορεία του Χριστού μας προς το Γολγοθά, τη σταύρωση και την Ανάσταση που είναι το κορυφαίο γεγονός της Ορθοδοξίας. 

Μη μείνωμεν, λοιπόν, έξω του Νυμφώνος Χριστού. 

Ας διαβάσουμε με προσοχή την Διήγηση του Μπάρμπα - Θανάση Παπαντώνη.
Και ας νοιώσουμε και μεις την πραγματική Ανάσταση,μεσα  στην ψυχή μας .

Θυμάμαι, σαν απόψε, Μεγάλο Σάββατο, το 1970 κάτι θαυμαστό που συνέβη εδώ στον διπλανό συνοικισμό. Όταν χτύπησε η καμπάνα της Εκκλησιάς, για την Ανάσταση, όλο το χωριό, κατά οικογένειες, ξεκίνησε για την Εκκλησιά. 
Μαζί τους ανέβαιναν και ο γερο-Γεωργακός, ο μεγαλοκτηνοτρόφος, με την οικογένειά του. Μόλις πέρασαν τη μεγάλη ανηφόρα, άκουσαν, μέσα στην ησυχία της νύχτας, πέρα στα μαντριά του Γεωργακού, μεγάλο θόρυβο. 
Ο Γεωργακός έκαμε λίγο πιο πέρα και έβαλε αυτί για ν’ ακούσει καλύτερα τι συμβαίνει. Μαζί του στάθηκαν και άλλοι χωριανοί. 
- Λύκοι μπήκαν στο μαντρί μου, είπε. Απόψε διάλεξαν να το κάνουν. Ξέρω εγώ, ο σατανάς τους έστειλε για να με εμποδίσει να πάω στην Ανάσταση, αλλά, έννοιά του, δεν θα του κάνω το χατίρι... 
Κοίταξε πέρα προς τα μαντριά και φώναξε δυνατά: 
«Απόψε προβατάκια μου σας δίνω του Θεού μου». 
Και στρέφοντας το πρόσωπό του στους συνοδοιπόρους του χωριανούς, τους είπε: 
- Εγώ θα πάω στην Εκκλησιά να ακούσω το «Χριστός Ανέστη», που τόσο πολύ το περιμένω και το λαχταρώ. Θέλω να Λειτουργηθώ με την οικογένειά μου και να Κοινωνήσουμε τα Άχραντα Μυστήρια. Πενήντα μέρες ετοιμαζόμαστε για τη μεγάλη αυτή νύχτα, δεν τη χάνω με τίποτα! 
- Τί είναι αυτά που λες Γεωργακέ; του είπαν οι πλησιέστεροι συνοδοιπόροι του. Τρέξε γρήγορα να γλυτώσεις τα πρόβατά σου και να σώσεις την περιουσία σου που με πολλούς και πολύχρονους κόπους έφτιαξες. Φύγε γρήγορα, μη χασομεράς. Κάθε λεπτό που περνάει η ζημιά που σου κάνουν οι λύκοι γίνεται και πιο μεγάλη. Σκέψου, σε παρακαλούμε, την οικογένειά σου που ζει απ’ αυτά τα πρόβατα... 
- Ένα να μην μείνει, τους αποκρίθηκε ο τσέλιγκας, εγώ θα πάω στην Ανάσταση και ό,τι θέλει ο Θεός ας γίνει... 
Αυτά είπε και κίνησε για το ναό, σκορπίζοντας σ’ όλους τους συγχωριανούς του τον θαυμασμό για τη μεγάλη του πίστη! 
Στην Εκκλησιά, πρώτος και καλύτερος ο τσέλιγκας! Στεκόταν, αγέρωχος, στο στασίδι του κρατώντας στα χέρια του την ολοφώτεινη λαμπάδα του, που με το φως της χάϊδευε το ρυτιδωμένο πρόσωπό του. 
Στο κάλεσμα του ιερέα: «Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε», πήγε πρώτος αυτός και μαζί του ιεραρχικά όλη η φαμελιά του και Κοινώνησαν τα Άχραντα Μυστήρια. 
Όταν ο λειτουργός διάβαζε τον Κατηχητικό Λόγο του Ιερού Χρυσοστόμου, ο Γεωργακός στεκόταν μπροστά στην Ωραία Πύλη και άκουγε με προσοχή. 
Στα λόγια του παπά: «Ο Άδης, φησίν, επικράνθη», επαναλάμβανε το «επικράνθη» με πείσμα και θυμό, λες και εκδικιόταν τον Άδη και μαζί του τον διάβολο, με τη σκοτεινή δυναστεία του. Και όταν το κείμενο έφτασε στο: «Ανέστη Χριστός και ζωή πολιτεύεται», ο τσέλιγκας, στην κάθε επανάληψη του «Ανέστη», φώναζε δυνατά και θριαμβευτικά, με φωνή που σκέπαζε εκείνες των συνεορταστών του, το δικό του «Ανέστη». 
Παρότι δεν ήξερε πολλά γράμματα, ο τρόπος που αντιδρούσε στο άκουσμα των ρημάτων «επικράνθη και Ανέστη», έδειχνε πως όχι μόνον τα καταλάβαινε, αλλά κυριολεκτικά τα βίωνε μέσα στην ψυχή του. Χωρίς, δηλαδή, να το ξέρει, θεολογούσε!... 
Βγαίνοντας από την Εκκλησιά, αφού είπε το «Χριστός Ανέστη» με τη φαμελιά του και τους χωριανούς και άκουσε το «Αληθώς Ανέστη», κίνησε για το σπίτι του, γεμάτος αναστάσιμη χαρά και αγαλλίαση. 
Όταν έφτασαν στο σπίτι, αφού πρώτα άναψαν το καντήλι με το Αναστάσιμο Φως, έστρωσαν τραπέζι για να φάνε την παραδοσιακή μαγειρίτσα και να τσουγκρίσουν το κόκκινο αυγό. 
Αφού φάγανε και οι άλλοι αποσύρθηκαν για ύπνο, ο Γεωργακός, που δεν τον χωρούσε ο τόπος, πήρε την γκλίτσα του και βγήκε από το σπίτι για να πάει στα μαντριά να δει τι ζημιά του έκαναν οι λύκοι και πόσα από τα πρόβατα του απόμειναν. Ανέβαινε τον ανηφορικό δρόμο που οδηγούσε στις στάνες του, με γρήγορο βηματισμό, έχοντας διαρκώς το νου του στα ζωντανά του. 
Όταν έφτασε πολύ κοντά τον ανησύχησε η μεγάλη ησυχία που επικρατούσε εκεί. 
«Άϊντε, είπε, πάνε τα προβατάκια μου, δεν θα γλύτωσε κανένα», και μ’ αυτές τις σκέψεις, μπήκε στο μαντρί. Εκεί, έζησε όλο το θαύμα της Ανάστασης. 
Τα πρόβατά του είχαν στριμωχθεί όλα μαζί στην αριστερή πλευρά του μαντριού, ακίνητα, σαν μαρμαρωμένα. Στην άλλη πλευρά, είδε να γυαλίζουν, μέσα στο σκοτάδι, τέσσερα μάτια. 
Πάνω στα ξερά χορτάρια που στρώνουν οι βλάχοι για να 'ναι τα ζωντανά τους στεγνά και ζεστά, κάθονταν, σαν τα ήμερα σκυλιά, δύο λύκοι και τον κοίταζαν!
Συγκλονισμένος απ’ αυτό που έβλεπε, πήγε αθόρυβα και άνοιξε τη μαντρόπορτα. Ύστερα, στάθηκε λίγο παράμερα και για να διώξει τους λύκους, κτύπησε με δύναμη τις παλάμες των χεριών του. Οι λύκοι πετάχτηκαν αμέσως έξω απ’ το μαντρί και εξαφανίστηκαν. 
Ο Γεωργακός τότε στράφηκε προς τα πρόβατα. Τα μέτρησε ένα προς ένα και ω του θαύματος! Τα βρήκε όλα, όχι μόνο ζωντανά και σωστά στον αριθμό, αλλά και ανέγγιχτα! Οι λύκοι, δηλαδή δεν τα είχαν ακουμπήσει! Ούτε καν μια σταλαγματιά αίματος δεν βρέθηκε πάνω στο μαλλί τους και στο δάπεδο! 
Ο πολύπειρος βοσκός, που στα τόσα χρόνια που φρόντιζε τα πρόβατά του, γνώρισε και άλλες τέτοιες «επισκέψεις», που όλες είχαν το κόστος τους, άλλες μικρό και άλλες μεγάλο, κατάλαβε πως αυτό που του συνέβηκε την Αναστάσιμη αυτή νύχτα, ήταν Θεία παρέμβαση! 
Χωρίς καμιά, γι’ αυτόν, αμφιβολία, ο Αναστάς Κύριος φίμωσε τα στόματα των λύκων και προστάτευσε τα πρόβατά του. Γι’ αυτό, πήγε και γονάτισε ανάμεσά τους και αφού έκανε τρεις φορές τον σταυρό του, φώναξε θριαμβευτικά: «Χριστός Ανέστη»! Και τότε, ω των θαυμασίων Σου Κύριε, όπως έλεγε στους χωριανούς του, άκουσε τα πρόβατα να του αποκρίνονται, με ανθρώπινη φωνή: «Αληθώς Ανέστη»!!! 
«Τέτοιοι άνθρωποι, παιδί μου, ζούσαν στα χωριά μας εκείνα τα χρόνια!», είπε ο μπάρμπα-Θανάσης τελειώνοντας την ιστορία του, «άνθρωποι, φτωχοί μεν, αλλά αληθινοί Χριστιανοί, με μεγάλη πίστη και ευσέβεια». 


Πέμπτη 18 Ιανουαρίου 2018

Το ξωκλήσι του Αι Θανάση-Το ιστορικό του Συνοικισμού Λάτας....

Το εξωκλήσι του Άη Θανάση είναι χτισμένο σε μια περιοχή ιδιαίτερου φυσικού κάλλους,  ξαπλώνει νωχελικά μέσα στο καταπράσινο τοπίο.
Βρίσκεται βορειοδυτικά του χωριού σε βουνοπλαγιά στη θέση «Λάτα». Εκεί προ εξήντα (60) ετών υπήρχε συνοικισμός. Το 1920 έως το 1925 κατοικούσαν περί τις είκοσι (20) οικογένειες. Σήμερα ο συνοικισμός δεν κατοικείται και μόνο ερείπια συναντάει κανείς, εκτός από τον ναό, ο οποίος διατηρήθηκε με τη φροντίδα των ενοριτών.

O Συνοικισμός  Λάτα βρίσκεται βόρεια της Ποταμούλας και βόρειο ανατολικά της Σαργιάδας. Σύμφωνα με την παράδοση,πήρε το όνομά του από από την οικογένεια Λατομένος,που πρώτο εγκαταστάθηκε εκεί διωγμένη από κάποια άλλη περιοχή ,πιθανώς του Βάλτου.
(Η παλαιότερη φωτογραφία με το Άγιο Αθανάσιο)

Παρότι είναι βέβαιο πως ο Συνοικισμός αυτός είναι πολύ παλιός,δεν υπάρχουν τεκμηριωμένα ιστορικά στοιχεία για τον προσδιορισμό του χρόνου ιδρυσής του.Υπάρχει όμως απέναντι από το χωριό μια πηγή από την οποία ,κατά μαρτυρίες έπαιρναν νερό οι κάτοικοι του Συνοικισμού Λάτα και στην οποία υπάρχει επιγραφή με τη χρονολογία 1780 μ.χ.

Τη χρονολογία προφανώς χτίστηκε και αξιοποιήθηκε η πηγή,ενώ ο Συνοικισμός είναι πολύ παλαιότερος. Τόσο οι ενδείξεις που υπάρχουν ,όσο και τα ιστορικά στοιχεία,δείχνουν πως η Λάτα αναπτύχθηκε σε ένα από τα μεγαλύτερα χωριά της περιφέρειάς της.Μέχρι το 1912 είχε Παρεδρία,με τελευταίο Πάρεδρο τον Φώτιο Καδούλα.

Μετά το 1912 όμως,που οι Δήμοι και οι Παρεδρίες αντικαταστάθηκαν από τις Κοινότητες,η Λάτα εντάχθηκε στην Κοινότητα Σαργιάδας ,στην οποία ανήκε μέχρι το 1950.Τη χρονιά αυτή αποσπάστηκε από την Κοινότητα Σαργιάδας και  μαζί με τούς Συνοικισμούς Ποταμούλα και Κελανίτη,αποτέλεσαν την Κοινότητα Ποταμούλας.


Στη Λάτα το 1920-1925 κατοικούσαν περί τις είκοσι οικογένειες,ενώ σήμερα (1986) ο Συνοικισμός δεν κατοικείται,γιατί οι λίγοι κάτοικοί του μετοίκησαν στην Ποταμούλα.
 Έτσι μόνο ερείπια συναντάει κανείς σήμερα εκεί,εκτός από τον Ιερό Ναό του Αγίου Αθανασίου ,ο οποίος αν και πολύ παλαιός (άνω των 300 ετών) διατηρήθηκε με την φροντίδα και τις προσπάθειες των πιστών,σε πολύ καλή κατάσταση και λειτουργεί έως σήμερα.  
(Από το βιβλίο ''Σαργίαδα'')
 Ο ρυθμός του ναού είναι μονόκλιτος βασιλική. Οι διαστάσεις του ναού είναι 7,00 μ μήκος και 
5,00 μ πλάτος.
 Στο προαύλιο του ναού υπάρχουν παλαιοί τάφοι.
Για το potamoula news Τσιτσιβός Χαράλαμπος.




Τρίτη 2 Ιανουαρίου 2018

Η επιβλητική γέφυρα Φραγκόσκαλας που προκαλεί δέος στο διερχόμενο.(Φώτο-Ιστορία).

  Η Γέφυρα Φραγκόσκαλας και η Ιστορία της. 
  (Γράφει συγχωριανος μας Δημήτριος Ι. Τσούνης)
Μέσω email πού μας έστειλε,μαζί με τις όμορφες φωτογραφίες,της επιβλητικής γέφυρας..τον οποίο και ευχαριστούμε. 


      Στο 20ο χιλιόμετρο της Ε.Ο. Αγρινίου - Καρπενησίου στον ποταμό Ζέρβα (παραπόταμο του Αχελώου) στέκει αγέρωχο ένα από τα μεγαλύτερα τοξοτά γεφύρια της περιοχής που συνδέει την περιοχή του Αγρινίου με τον πρώην Δήμο Παρακαμπυλίων.
      Οι διαστάσεις της γέφυρας είναι 20 μέτρα μήκος, 5 μέτρα πλάτος (το ύψος της δεν μπορεί να προσδιοριστεί επακριβώς λόγω των αδρανών υλικών που έχει εναποθέσει το ποτάμι στην κοίτη του).
      Ακριβή χρονολογία κατασκευής δεν γνωρίζουμε, ενώ η επόμενη μεγάλη γέφυρα της οδού στο 21,5 χιλιόμετρο στη θέση Χελιμούδια Ποταμούλας Αγρινίου κατασκευάστηκε με βεβαιότητα το έτος 1929. Η οδός Αγρινίου - Καρπενησίου σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες άρχισε να κατασκευάζεται το έτος 1912. Τα έτη 1948-1949 από τον 711 Λόχο Μηχανικού του Ε.Σ. κατασκευάστηκε το τελευταίο τμήμα του Νομού Αιτωλοακαρνανίας από την περιοχή Ακριδαίικα μέχρι τη Φραγκίστα Ευρυτανίας. 
      Από τη γέφυρα το πρώτο αυτοκίνητο πέρασε μετά το έτος 1930 με οδηγό τον ΠΡΟΚΟ α.λ.σ., ο οποίος στη συνέχεια πραγματοποιούσε συγκοινωνία από το Αγρίνιο μέχρι τα Παρακαμπύλια έως το έτος 1935. 
      Μετά την κατάληψη της χώρας από τους Γερμανούς κατακτητές, το έτος 1941 στην περιοχή οργανώθηκαν αντάρτικες ομάδες από τον Ε.Δ.Ε.Σ. Τριχωνίδας και το ΕΑΜ / ΕΛ.ΑΣ. 
      Η γέφυρα ήταν κομβικό σημείο διέλευσης και το δεύτερο δεκαήμερο του μηνός Σεπτεμβρίου 1943 ανατινάχθηκε από τον Ε,Δ.Ε.Σ Τριχωνίδας προκειμένου να μην διέλθουν οι Γερμανοί προς την περιοχή της ορεινής Τριχωνίδας και ειδικότερα προς την περιοχή του Αγίου Βλασίου. Στα ιστορικά κείμενα του Γεωργίου Νικ. Παπαϊωάννου, αρχηγού του Ε.Δ.Ε.Σ. Τριχωνίδας και το βιβλίο που εκδόθηκε από τον κ. Βασίλειο Λαμνάτο στη σελ. 374 αναφέρεται ότι : << ....Κατά την κάθοδον αυτήν ανατινάξαμεν την γέφυραν Φραγκόσκαλας, επί του ποταμού Ζέρβα επί της οδόυ Αγρινίου - Αγίου Βλασίου, ειδικώτερον η υπό τον υπολοχαγόν Μηχανικού του Αρχηγείου μας Πετρόπουλον Φώτιον ομάς ' αναγκάσαντες Γερμανικήν δύναμιν κατευθυνομένην εις Άγιον Βλάσιον να επιστρέψει εις Αγρίνιον .... >>.
      Η ανατίναξη της γέφυρας δεν έφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα γιατί άμεσα οι Γερμανικές δυνάμεις κατασκεύασαν παρακαμπτήρια οδό. Έμεινε όμως η ταλαιπωρία για ένα περίπου χρόνο για τους διερχόμενους ώσπου να αποκατασταθεί η γέφυρα. Δίπλα ακριβώς από τη γέφυρα, στην περιοχή Σαργιάδας υπήρχε Χάνι το οποίο έκαψαν οι Γερμανοί. Οι ιδιοκτήτες του Χανιού (Αδερφοί Σταθοκώστα) πούλησαν την πέτρα η οποία χρησιμοποιήθηκε για την αποκατάσταση της γέφυρας.
      Μετά την ανατίναξη της γέφυρας από τον Ε.Δ.Ε.Σ Τριχωνίδας, ρόλο στην περιοχή διαδραμάτισε το ΕΑΜ / ΕΛΑΣ που επιτηρούσε τη γέφυρα έχοντας παρατηρητήρια - πολυβολεία στη Βορειοδυτική πλευρά στο λόφο Δαμαλάς, στη Νοτιοανατολική πλευρά στο λόφο Τσιμπροβούνι και στην Ανατολική πλευρά στη θέση Περιθώρι. Τα πέτρινα υποτυπώδη πολυβολεία σώζονται μέχρι σήμερα και από τις δυο πλευρές της γέφυρας. Πλησίον της γέφυρας υπήρχε ο νερόμυλος Γαλάνη και εκεί ο ΕΛΑΣ διέθετε πρόχειρο τυπογραφείο όπου εξέδιδε εφημερίδα και διατηρούσε τηλεφωνείο. Σε μια ξαφνική επίθεση που πραγματοποίησαν οι Γερμανικές δυνάμεις με πολυάριθμο στρατό, οι αντάρτικες ομάδες του ΕΛΑΣ αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν παίρνοντας μαζί τους την τηλεφωνική συσκευή εγκαταλείποντας τις υποτυπώδεις τηλεφωνικές γραμμές. Στη συνέχεια οι Έλληνες συνεργάτες των Γερμανών, οι επονομαζόμενοι " Ράλληδες ή Ταγματασφαλίτες" κατάφεραν να αποσπάσουν πληροφορίες μέσω του τηλεφώνου, για το που είχε στηθεί το επόμενο μπλόκο το οποίο ήταν στη θέση Άη Γιάννης λίγο πριν τον Άγιο Βλάσιο. Οι Γερμανοί πλησιάζοντας στο σημείο βομβάρδισαν από μακριά με αποτέλεσμα να διαλυθούν οι αντάρτικες ομάδες.    
      Παλαιότερα η γέφυρα διέθετε ένα πολύ χαμηλό λιθόκτιστο στηθαίο και η διέλευσή της προκαλούσε δέος στους διερχόμενους. Στη γέφυρα παρά τη στενότητά της (μπορεί να διέλθει ένα μόνο αυτοκίνητο) δεν αναφέρθηκε κανένα θανατηφόρο ατύχημα. Μάλιστα αναφέρεται ότι πάρα πολλοί άνθρωποι έπεσαν κινούμενοι με κάρα παλαιότερα και αυτοκίνητα στη συνέχεια. Χαρακτηριστική ήταν η πτώση του καροτσέρη Γρηγόρη Στάικου από το χωριό Σαργιάδα που έπεσε με φορτωμένο το κάρο του και χωρίς να πάθει τίποτα ο ίδιος, το αλογό του και το κάρο, συνέχισε την πορεία του. Επίσης, ένα νέο παιδί στην προσπάθειά του να πιάσει νεοσσούς από τις φωλιές τους, έπεσε στην κοίτη του ποταμού χωρίς να πάθει τίποτα. Γενικά οι άνθρωποι των όμορων χωριών την χαρακτηρίζουν τυχερή και καλοστέργιωτη γέφυρα. Άποψη του γράφοντος είναι ότι και απ' τις δυο πλευρές διαθέτει πλούσια βλάστηση και αυτό έχει σαν αποτέλεσμα τη μη πρόκληση σοβαρών ατυχημάτων.
      Οι σημερινοί Αρχιτέκτονες και Μηχανικοί ίσως πρέπει να μελετήσουν πως τόσα χρόνια δεν υπήρξε κάποιο πρόβλημα αστοχίας στη γέφυρα παρά τα ακραία καιρικά φαινόμενα που συνέβησαν στην περιοχή και τα υποτυπώδη μέσα που κατασκευάστηκε, σε αντίθεση με τις νεότερες κατασκευές που χρίζουν επισκευών με τις πρώτες καταπονήσεις.
      Η γέφυρα Φραγκόσκαλας, έναν αιώνα μετά στέκει αγέρωχη και επιβλητική προκαλώντας δέος στο διερχόμενο.




Πάνω αριστερά διακρίνεται το πολυβολείο.