Παρασκευή 26 Αυγούστου 2022

Ποταμούλα:ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΗ ΠΟΛΕΜΙΣΤΗ

 Η Μικρασιατική Καταστροφή είναι η μεγαλύτερη εθνική τραγωδία στην ιστορία του νεότερου ελληνισμού. Τη φοβερή αυτή συμφορά συνθέτουν: η κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου τον Αύγουστο του 1922, η ήττα και σχεδόν η διάλυση της ένδοξης Στρατιάς Μικράς Ασίας, η πυρπόληση της Σμύρνης από τους Τούρκους, οι σφαγές, οι λεηλασίες και άλλες φρικαλεότητες σε βάρος Ελλήνων και Αρμενίων από τους Τούρκους, η εξόντωση εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων και άλλων χριστιανών από τους Τούρκους και ο ξεριζωμός του ελληνισμού από τις προαιώνιες εστίες του στη Μικρά Ασία και στη συνέχεια στην Ανατολική Θράκη. Με τα πολεμικά γεγονότα του Αυγούστου 1922 . 


Ας διαβάσουμε  ορισμένες αυθεντικές διηγήσεις από έναν αγράμματο και ορεσείβιο, αλλά πραγματικό πατριώτη και πολεμιστή, τον Δημήτριο Ιωάννου Τσούνη.


 

ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΣΤΗ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΘΡΑΚΗ



(Γράφει ο Δημήτριος Τσούνης, Αστυν. Διευθυντής ε.α.)


Χωροφύλαξ Δημήτριος Τσούνης
Σμύρνη 1922


 Ο Δημήτριος Ι. Τσούνης γεννήθηκε στο ορεινό χωριό Πεντάκορφο του Δήμου Αγρινίου το 1900. Από μικρή ηλικία διακρινόταν για τη σωματική του ρώμη και το παράστημά του. Γράμματα έμαθε πολύ λίγα στο Δημοτικό Σχολείο του χωριού του. Με την ενηλικίωση κατετάγη στο Σώμα της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής και υπηρετούσε στην περιοχή της Αιτωλίας.
Μετά την έναρξη της εκστρατείας στη Μικρά Ασία διατάσσεται, με δύναμη της Χωροφυλακής, να μεταβεί στη Σμύρνη. Με την άφιξή του στη Σμύρνη, λόγω του παραστήματός του και της άμεπτης ηθικής του, επιλέγεται να εκτελέσει καθήκοντα στη φρουρά του Αντιστράτηγου ΠΑΠΟΥΛΑ. Στη συνέχεια, λόγω της ηθικής και ακραίας εφαρμογής των διαταγών των προϊσταμένων του, επιλέγεται να επιτηρεί τις ιερόδουλες της Σμύρνης, προκειμένου να τηρούνται οι υγειονομικοί κανονισμοί για την αποφυγή εξάπλωσης μεταδοτικών νοσημάτων στους στρατιώτες. Η τυπικότητα και η σκληρότητα εφαρμογής των διαταγών ήταν παροιμιώδης, αφού οι ιερόδουλες όταν ήταν διατεταγμένες σε υπηρεσία έλεγαν επί λέξει: «Όταν είναι υπηρεσία ο Μήτσος, αμάν, αμάν». Μάλιστα μία εκ των επιτηρουμένων ιεροδούλων, η Ελυσσέ, κατάφερε να διαφύγει και του δόθηκε προθεσμία για την αναζήτηση της, διαφορετικά θα περνούσε στρατοδικείο και η τιμωρία ήταν αυστηρή. Για καλή του τύχη και ενώ ερευνούσε τα διάφορα στέκια της Σμύρνης, συνάντησε τον στρατιώτη, α’ εξάδελφό του, Αγγελάκη Τσούνη που ήταν οδηγός και άνθρωπος της “πιάτσας” για την εποχή του, ο οποίος τον πληροφόρησε ότι η Ελυσσέ διασκέδαζε σε καφεωδείο με Έλληνες στρατιώτες.
Άμεσα μετέβη στο χώρο, τη συνέλαβε και την οδήγησε πίσω. Κατά τη διαδρομή και λόγω του μεγάλου μίσους που έτρεφε εναντίον της, μάζεψε τσουκνίδες από παρακείμενο οικόπεδο και την έτριψε σε διάφορα σημεία του σώματός της. Το αποτέλεσμα ήταν να υπάρξει οίδημα και φόβος για θάνατο, ο δε στρατιωτικός γιατρός που την εξέτασε δεν μπορούσε να αποφανθεί για την αιτία του οιδήματος. Ο γιατρός που ήταν συμπατριώτης του από τη Μακρυνεία Αιτωλ/νίας και το επώνυμό του ήταν Λαζαρίνης, τον ρώτησε τι συνέβη, υπήρξε δε διαβεβαίωση ότι δεν θα ανακοινώσει το παραμικρό. Τότε, βγάζοντας από την τσέπη του τις τσουκνίδες, τον χτύπησε ελαφρά στο χέρι.
Οι διηγήσεις του για τη ζωή και τον πολιτισμό της Σμύρνης ήταν αυθεντικές και πηγαίες, γιατί τις ζούσε για πρώτη φορά στη ζωή του, καθότι για πρώτη φορά ένας ορεσύβιος επισκέπτονταν ένα τέτοιο αστικό κέντρο.
Στη συνέχεια και ενώ ο Ελληνικός Στρατός εκινείτο από τα παράλια προς το εσωτερικό της Μικράς Ασίας, η Χωροφυλακή και ο ίδιος ακολουθούσε. Τα γεγονότα, όπως τα περιέγραφε, θα σας τα μεταφέρω χωρίς χρονική σειρά, μάλιστα ήταν τόσο λεπτομερής η περιγραφή που για ένα συμβάν απαιτείτο ολονύκτια διήγηση.
Για τη μάχη του Εσκί – Σεχήρ, όπου και ο ίδιος έλαβε μέρος, όταν την διηγείτο βούρκωναν τα μάτια του αν και ήταν σκληρός σε όλα του, με ψαλίδ στο χέρι έκοβε τα συρματοπλέγματα.
Περιέγραφε δε με ανατριχιαστική λεπτομέρεια ότι είδε επτά σειρές πτωμάτων στρατιωτών, το ένα επάνω στο άλλο. Στη συγκεκριμένη μάχη συνάντησε τον β’ εξάδελφό του Μάνθο Τσούνη, με μακριά γενειάδα και λόγω του ότι υπηρετούσε στο μηχανικό ήταν αρμόδιος για την κοπή των συρματοπλεγμάτων.

       Για τη μάχη και διέλευση του Σαγγάριου Ποταμού περιέγραφε με την παραμικρή λεπτομέρεια πως το μηχανικό χρησιμοποιούσε τα πλωτά βαρέλια, “βαένια” όπως τα αποκαλούσε, πως ήταν συνδεδεμένα μεταξύ τους με γάντζους, σε ποια απόσταση ήταν οι σύνδεσμοι και πως κατασκευάζονταν επιτόπια. Επίσης περιέγραφε τη ροή του ποταμού, τα διάφορα ανοίγματα (περαταριές) που υπήρχαν ώστε να τοποθετούνται οι πλωτές γέφυρες με τα “βαένια” στις οποίες πνίγηκαν πολλοί στρατιώτες.
Δραματική υπήρξε η θέση της Χωροφυλακής μετά την κατάρρευση του Μετώπου. Η Χωροφυλακή αποχωρούσε τελευταία ώστε να καλύπτει τα νώτα και να παρέχει ασφάλεια στο στρατό. Οι Τσέτες (ανταρτοληστρικές συμμορίες) ανέλαβαν δράση και οι άνδρες του Στρατού ή της Χωροφυλακής που έπεφταν στα χέρια τους υποβάλλονταν σε φρικτά βασανιστήρια.
Πιθανότατα, στην πόλη Πανόρμο ή Πέργαμο (υπάρχει ένα αδιευκρίνιστο σημείο) και ενώ οπισθοχωρούσε με ένα ακόμη συνάδελφό του, συνάντησε Έλληνες Στρατιώτες στην άκρη του δρόμου με κομμένα γεννητικά μόρια, μύτες και αυτιά να ζητάνε απεγνωσμένα βοήθεια.
Αυτή ήταν τακτική των Τσετών να κλονίσουν το ηθικό των Ελλήνων στρατιωτών. Στην κατάσταση που ήταν οι τραυματίες δεν μπορούσαν να τους βοηθήσουν, έδωσαν όμως όρκο πως όποιον Τούρκο έβρισκαν μπροστά τους ή οτιδήποτε τουρκικό θα καταστρέφετο. Δυστυχώς, ο πρώτος και μάλλον αθώος πλήρωσε με τη ζωή του. Κοντά σε Ισλαμικό Τέμενος υπήρχε συγκεντρωμένη μεγάλη ποσότητα ζωοτροφών (τριφύλλια – άχυρα). Για εκδίκηση έβαλαν φωτιά αλλά μόλις λαμπάδιασε η περιοχή κατάλαβαν το λόγο που οι Τούρκοι είχαν εκεί συγκεντρώσει τις ζωοτροφές, ήταν Χριστιανική Εκκλησία δίπλα και καθώς η φωτιά προχώρησε η εκκλησία καταστράφηκε.
Μετά από αυτό και χωρίς να απομακρυνθεί πολύ, όπως έλεγε, του έδωσε ο θεός “θάμα” για το κακό που έκανε. Σφαίρα από άγνωστη κατεύθυνση, πιθανότατα από Τσέτες, τον τραυμάτισε στο πόδι. Ο συνάδελφος και φίλος του μετά από αυτό του έσκισε το πουκάμισο και προσπάθησε να σταματήσει την αιμορραγία, πράγμα που κατάφερε. Με πολλές δυσκολίες κινήθηκε σε μικρή απόσταση και ακινητοποιήθηκε. Εδώ φάνηκε το μεγαλείο του συνανθρώπου, συναδέλφου, ο οποίος δεν τον εγκατέλειψε αν και οι Τούρκοι που τους καταδίωκαν βρισκόταν σε κοντινή απόσταση.



       Η σωτηρία όμως του γενναίου αυτού Χωροφύλακα έρχεται από έναν μεγάλο ηγέτη και πατριώτη, για τον οποίο μέχρι εκείνη τη στιγμή είχαν ακούσει από τις διηγήσεις των στρατιωτών. Ενώ είναι καθισμένος στην άκρη του δρόμου, και αδυνατεί να περπατήσει, έχοντας στο πλάι του το συνάδελφο, βλέπουν να πλησιάζει ένας στρατιώτης καβαλάρης σε μαύρο άλογο μαύρο μουστάκι και μαύρο σκυλί, χωρίς κανένα διακριτικό που να δείχνει ποιος είναι. Σταματά το άλογο και αρχίζει τις ερωτήσεις σε μορφή ανάκρισης, «τι έπαθες;», «που είσαι χτυπημένος;», «πως λέγεσαι;», «δεν μπορείς να περπατήσεις;», η απάντηση ήταν αρνητική και ο καβαλάρης με νευρικότητα εκκινείτο μπρος – πίσω. Μεταξύ τους άρχισαν να διερωτώνται ποιος είναι και τι άραγε θέλει. Το μυστήριο λύθηκε όταν μετά από μερικά λεπτά έφτασαν δύο άμαξες που τις έσερναν βόδια φορτωμένες με στρατιωτικά είδη, τις οποίες προφανώς είχε δει νωρίτερα ο καβαλάρης. Τότε ο μαύρος καβαλάρης αποκαλύπτεται στους αμαξάδες λέγοντας «Είμαι ο Συνταγματάρχης ΠΛΑΣΤΗΡΑΣ, φορτώστε τον τραυματία και προσέξτε καλά μην τον αφήσετε γιατί θα σας τουφεκίσω». Πράγματι τον ανέβασαν σε μια άμαξα χωρίς να φύγει ακόμη ο Συνταγματάρχης, επιβλέποντας μέχρι το τέλος την επιβίβαση. Με την άμαξα ταξίδεψε δύο μέρες χωρίς όμως τα βόδια να βρίσκουν νερό να πιούνε. Στο τέλος της δεύτερης μέρας, πλησιάζοντας σε μια πηγή τα βόδια έσπασαν την άμαξα, ρίχνοντας στο έδαφος τον τραυματία και το φορτίο. Εδώ, ύστερα από μία στάση, ο συνάδελφός του έκλεψε δύο άλογα στρατιωτών με τα οποία κινήθηκαν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Στο σημείο αυτό θέλω να τονίσω την περιγραφή του για τον Συνταγματάρχη Νικόλαο ΠΛΑΣΤΗΡΑ, που την επαναλάμβανε τακτικά “μαυριδερός”, μαύρο μουστάκι, μαύρο σκλι (σκυλί), νευρικός στις κινήσεις του και πως αυτός ήταν ο σωτήρας του.
Μετά τη Μικρά Ασία ο χωροφύλακας περνάει στην Ανατολική Θράκη όπου και εδώ καλείται να βάλει τάξη στο χάος που επικρατούσε από τα ατάκτως υποχωρούντα τμήματα του Ελληνικού Στρατού, τις Βουλγαρικές συμμορίες και τους Τούρκους. Η κατάσταση έγινε τραγική όταν γνωστοποιήθηκε η Συμφωνία των Παρισίων, και η υποχρέωση της Ελλάδας να παραχωρήσει την Ανατολική Θράκη. Το φθινόπωρο του 1922 συμμετείχε σε απόσπασμα της Χωροφυλακής αποτελούμενο από 40 άνδρες με επικεφαλής Αξιωματικό. Δυστυχώς, έπεσαν σε ενέδρα και μόνον τρεις χωροφύλακες διεσώθηκαν. Ο ίδιος κινήθηκε σε κάποια χόρτα και ένα αυλάκι και σώθηκε. Στη συνέχεια οι τρεις διασωθέντες χωροφύλακες εκκινούντο μέσα στον κάμπο χάνοντας πολλές φορές τον προσανατολισμό τους, κυρίως λόγω ομίχλης, και παντού συναντούσαν καμένη γη γιατί τα ελληνικά χωριά είχαν εκκενωθεί και τα περισσότερα σπίτια ήταν καμένα.
Περπάτησαν πολλά ημερόνυχτα με οδηγό τον ήλιο και το φεγγάρι, χωρίς τροφή, βρίσκοντας κανένα μικρό κοτόπουλο “αλλάληγο”, όπως το περιέγραφε, το οποίο έψηναν με σβουνιές (κοπριά αγελάδος) και το έτρωγαν μισοψημένο γιατί ξύλα δεν υπήρχαν για φωτιά. Ενώ βρισκόντουσαν σε μεγάλη απελπισία, οι δύο αποφάσισαν να κινηθούν προς τη Βουλγαρία και αυτός προς την Αδριανούπολη. Υπήρξε μεγάλη διαμάχη να πάνε όλοι μαζί προς τη Βουλγαρία, μάλιστα ένας εκ των δύο τον απείλησε ότι αν δεν ακολουθήσει θα τον τουφεκίσει. Τότε παρενέβη ο τρίτος και οι τύχες τους χώρισαν. Περιέγραφε τον τελευταίο αποχωρισμό τους και τα μάτια του βούρκωναν, πως κουνούσαν τα μαντήλια στον ορίζοντα.
Μετά από αρκετές μέρες έφτασε στην Αδριανούπολη και παρουσιάστηκε στη Διοίκηση Χωροφυλακής. Εδώ παρέμεινε για βραχύ χρονικό διάστημα, γιατί έγινε η υποστολή της Ελληνικής σημαίας και τελευταία η Χωροφυλακή βάδισε προς τα νέα πλέον Ελληνικά σύνορα. Τοποθετήθηκε στη συνέχεια στο χωριό Δίκαια του Έβρου, στα ΕλληνοΒουλγαρικά σύνορα, όπου και εδώ υπάρχουν πολλές διηγήσεις από τις Αστυνομικές του περιπέτειες.
Στη συνέχεια και προκειμένου να υπάρξουν θέσεις εργασίας για τους εκ Μικράς Ασίας καταγόμενους Έλληνες, απολύθηκε μεγάλος αριθμός Χωροφυλάκων, ιδίως νεαρών, προκειμένου να υπάρξουν θέσεις για διορισμούς, ώστε να μην υπάρχουν κοινωνικές εκρήξεις. Ο ίδιος απολύθηκε αλλά επειδή ακόμη η στρατιωτική του κλάση δεν απολύθηκε, κλήθηκε να υπηρετήσει το υπόλοιπο της στρατιωτικής του θητείας στην περιοχή της Λάρισας. Εδώ ήταν που ένα πρωινό, ενώ ο Διοικητής μιλούσε στα παρατεταγμένα απομεινάρια του Στρατού από την Μικρασιατική καταστροφή και πιθανότατα ο ίδιος δεν έλαβε μέρος, τόνισε στο λόγο του: «Εσείς παιδιά μου επήγατε στη Μικρά Ασία, εσείς θα ξαναπάτε». Τότε ήταν που έγινε το μεγάλο ξέσπασμα εναντίον του από το παρατεταγμένο στράτευμα με γιουχαΐσματα και αναγκάστηκε να αποχωρήσει. Αυτή τη φράση ο Έλληνας Χωροφύλακας δεν την ξέχασε ποτέ και πάντα με πικρία την επαναλάμβανε: «Εσείς παιδιά μ’ επήγατε, εσείς θα ξαναπάτε».
Τέλος, κλήθηκε εκ νέου να συνεχίσει τη θητεία του στη Χωροφυλακή, πλην όμως προτίμησε να ασχοληθεί με την αγροτοκτηνοτροφία στο χωριό του.
Σε όλη του τη ζωή δόξαζε το Θεό που επέστρεψε ζωντανός στο χωριό του και ήταν γεμάτος περηφάνια ότι έκανε το χρέος του απέναντι στην πατρίδα και τα διδάγματα που αποκόμισε.
Τιμή και δόξα στον Έλληνα Χωροφύλακα και την Ελληνική Χωροφυλακή, για το τεράστιο εθνικό καθήκον που επιτέλεσαν σε όλα τα πολεμικά μέτωπα και το εσωτερικό της χώρας για την κοινωνική ειρήνη.
Αιωνία σου η μνήμη, μπάρπα-Μήτσο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: