Γράφει ο Δημήτριος Ι. Τσούνης
Ακολουθούσε το "σβάρνισμα" του χωραφιού με την "σβάρνα" (ξύλινη πλεκτή επιφάνεια) την οποία έσερναν δύο άλογα και παλαιότερα βόδια.Επόμενη εργασία ήταν το σκάλισμα του καλαμποκιού για να κόβονται κυρίως τα διάφορα χόρτα, να προστίθεται νέο χώμα στη ρίζα και ακολουθούσε το πότισμα
Στο αρχικό στάδιο ωρίμανσης του καλαμποκιού στο χωράφι τοποθετούσαν την "τσιακατούρα", η οποία αποτελούνταν από μια φτερωτή μεταλλική που χτυπούσε σε τενεκέδες και με τη βοήθεια του ανέμου έκανε θόρυβο απομακρύνοντας τα άγρια ζώα όπως ο ασβός, η αλεπού και τα διάφορα πτηνά.
Η συλλογή γινόταν περί τα τέλη του μηνός Αυγούστου. Αν έβρεχε το καλοκαίρι υπήρχε μεγάλη σοδειά, διαφορετικά μόνο λίγα καλαμποκοχώραφα απέδιδαν καρπό, αυτά που ποτίζονταν με φυσική ροή από κάποια πηγή ή ποτάμι. Στον τρύγο υπήρχε αλληλεγγύη μεταξύ των κατοίκων για να μαζευτεί όσο πιο γρήγορα η σοδειά προκειμένου να προστατευτεί από τις βροχοπτώσεις. Μάζευαν τα καλαμπόκια ή καρπούζια όπως τα λεγαν στη ντοπιολαλιά σε κοφίνια (μεγάλα καλάθια από καλάμι), τα μετέφεραν στα αλώνια είτε φορτωμένα σε άλογα ή γαϊδούρια ή στον ώμο αν το χωράφι ήταν σε κοντινή απόσταση. Μόλις τελείωνε ο τρύγος από το χωράφι και συγκεντρώνονταν το καλαμπόκι στο αλώνι ξεκινούσε το ξεφλούδισμα. Εδώ γινόταν μια πραγματική γιορτή. Μαζεύονταν πολλοί συγχωριανοί, κυρίως νεαροί και νεαρές και γινόταν ένα άτυπο νυφοπάζαρο. Όλοι ζητούσαν από το νοικοκύρη να τους καλέσει στο ξεφλούδισμα που γινόταν πάντα το βραδάκι και κρατούσε μέχρι τα μεσάνυχτα. Όλοι οι προσκεκλημένοι κατέφθαναν με ένα σουφλί (μικρό μυτερό ξύλο) για να αφαιρούν εύκολα το περίβλημα των φύλλων του καλαμποκιού και καθόνταν σε παρέες χωριστά οι άνδρες από τις γυναίκες.
Ο νοικοκύρης προσέφερε στους καλεσμένους κυρίως σύκα, σταφύλια και τσίπουρο. Αμέσως ξεκινούσε το τραγούδι η μία παρέα και το επαναλάμβανε η άλλη. Το πρώτο τραγούδι ήταν συνήθως το παρακάτω :
κάθεται νιός κι ανύπαντρος και ένας πρωτοπαλλίκαρος
και την στρομπούλω ξέταζε χίλια φλουριά της έταζε.
Στρομπούλω μ' πούνε η μάνα σου πούνε ο πατέρας σου ;
Η μάναμ' πάει στην εκκλησιά κι ο πατέρας μ' πάει στα μαγαζιά''.

άλλον. Χτυπώντας τα καλαμπόκια απελευθερώνονταν οι κόκκοι τους από τα κότσαλα. Οι γυναίκες τότε πέρναγαν το καλαμπόκι από τον αρέλεγο (καλαμποκόσκινο) για να φύγουν τα κότσαλα. Ακολούθως το καλαμπόκι αποθηκεύονταν σε ξύλινα κασόνια τα λεγόμενα αμπάρια και χαρά σε εκείνον που είχε εξασφαλίσει παραγωγή τέτοια που να περάσει όλη τη χρονιά τρώγοντας μπομπότα και κουρκούτι (καλαμποκίσιο αλεύρι με νερό αλάτι και λάδι).

Τελειώνοντας θέλω να ευχαριστήσω το συλλέκτη ειδών λαϊκής τέχνης Γεώργιο Τσιτσιβό για την επίδειξη του διραβδιού που φαίνεται στις φωτογραφίες και είναι το αυθεντικό που χρησιμοποιούσε ο μακαρίτης συγχωριανός μας Λάμπρος Αναγνωστόπουλος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου