Ένα ποίημα που πραγματικά συγκλονίζει όταν το διαβάσει κανείς,
μια ιστορία ενός ηλικιωμένου που συγκινεί τον αναγνώστη....
αξίζει να το διαβάσετε!!!
Απ΄το Γηροκομείο πέρασα να δω ένα γεροντάκι,
καθόταν μόνος σκεπτικός εκεί σένα παγκάκι.
Είχε λιγοστά μαλλιά και πρόσωπο θλιμμένο,
και είχε το παράπονο στα μάτια του γραμμένο.
Φόραγε χονδρό παλτό και κρατούσε κομπολόι,
απ'την τσέπη του κρεμότανε ένα παλιό ρολόι.
Εκεί όπως τον κοίταζα βγάζει ένα μαντήλι,
το χέρι του έκανε σαν τρεμάμενο καντήλι.
Σκούπισε τα μάτια του και φύσηξε την μύτη,
τότε τον πλησίασα σαν τον καλό Λευίτη.
Κάθισα στο πλάι του χωρίς να του μιλήσω,
ήθελα από σεβασμό να τον χειροφιλήσω.
Ήταν ένας γέροντας με αρχοντιά και χάρη
φαινόταν πως στα νιάτα του ήταν παλικάρι.
Τότε εγώ τον ρώτησα μπάρμπα πως σε λένε,
και άρχισαν τα χείλη του με λυγμούς να κλαίνε.
Είχε πόνο στην καρδιά και παράπονο μεγάλο,
τόσο που ψυχούλα του δεν το μπορούσε άλλο.
Κάτσε παιδί μου να σου πω αυτό που με πικραίνει,
και την γέρικη καρδιά που χρόνια την βαραίνει.
Φτωχός εγώ γεννήθηκα μεγάλωσα με πείνα,
όταν πήρα την απόφαση και πήγα στην Αθήνα.
.
Εκεί λοιπόν εργάστηκα και πέρασαν τα χρόνια,
παντρεμένος με παιδιά και έχω τώρα εγγόνια.
Σαν πήρα λοιπόν την σύνταξη εγώ και η γυναίκα,
φύγαμε για το χωριό οι δυο μας απ'τους δέκα.
Οχτώ παιδιά μεγάλωσα τ'ανέθρεψα με κόπο,
τα χρήματα πού έβγαζα είχαν πιάσει τόπο.
Τα σπούδασα τα πάντρεψα τους έδωσα και προίκα,
σπίτια και οικόπεδα για τα παιδιά μου βρήκα.
Έμενα με την γριά στο χωριό παρέα,
ως που μια μέρα έφυγε απ'τη ζωή μοιραία.
Μόνος εγώ απέμεινα χωρίς την συντροφιά μου,
είχα όμως έλεγα τα καλά παιδιά μου.
Όσο περνούσε ο καιρός κανείς τους δε ρωτούσε,
αν ο Πατέρας στο χωριό μόνος του μπορούσε.
Χτυπάει το τηλέφωνο τρέχω να προφτάσω,
ακούω μια γλυκιά φωνή ''γεια σου Παππού μου Τάσο!!!''.
Ήταν το εγγόνι μου πες μου πως ν'αντέξω???
εδώ που τώρα βρίσκομαι μαζί του πως να παίξω???
Ακούω μετά τον γιόκα μου τι κάνεις ρε Πατέρα?
Τι σκέφτεσαι να κάνουμε από δω και πέρα?
Απάντηση του έδωσα χωρίς να περιμένει,
πως δεν θα πάω σπίτι του αυτός κι'αν επιμένει.
Πατέρα μου λέει δεν χωράς με συγχωρείς συγνώμη,
αλλά έχω να σου πω την εξής τη γνώμη.
Τότε ασυγκράτητα τρέχαν τα δάκρυά μου,
την κυρά μου σκέφτηκα που ήταν μακριά μου.
Μου λέει λοιπόν σκεφτήκαμε για να μην είσαι μόνος,
να πας εκεί στο ίδρυμα να περάσει λίγο ο χρόνος.
Δεν είχα καν τη δύναμη άλλο πια να κλάψω,
την πίκρα και το άδικο προτίμησα να κάψω.
Απάντηση δεν έδωσα τους άφησα να πράξουν,
ούτε που το σκέφτηκαν την γνώμη τους ν'αλλάξουν.
Όταν λοιπόν σταμάτησε σκούπισα τα μάτια
και η καρδιά μου έσπασε σε χίλια δυο κομμάτια.
«Ο μπάρμπα Τάσος ήτανε ενός πατέρα η ιστορία,
που αυτό που άξιζε ήταν μόνο η τιμωρία.
Να μην χαρεί τα εγγόνια του που τόσο αγαπούσε,
την θαλπωρή και ζεστασιά που τόσο λαχταρούσε.
εκεί έξω στην αυλή τα εγγόνια να χορτάσει???».
Τότε εγώ θυμήθηκα τον δόλιο μου Πατέρα,
που και 'γω στο ίδρυμα τον άφησα μια μέρα.
Σηκώθηκα και έφυγα να πάω να συναντήσω,
το μνήμα του Πατέρα μου ΣΥΓΝΩΜΗ να ζητήσω.
Ένα κερί του άναψα και έκλαιγα στο χώμα,
ας ζούσες πατερούλι μου και να σ'είχα ακόμα.