Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποίηση Ποταμιωτών και άλλων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποίηση Ποταμιωτών και άλλων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 30 Σεπτεμβρίου 2017

''Χιλιμούδια'' το ποίημα του Κωστή Κωτούλα μετά από 65 χρόνια!!!


Γράφει η Χρυσούλα Σπυρέλη 

Ήταν Σεπτέμβρης του 2000,όταν ήλθε στα χέρια μου από τον παπά Δημήτρη Ιωακείμ ένα ποίημα του Κωστή Κωτούλα γιος του Δήμου Κωτούλα  γεννήθηκε λίγο πριν τις αρχές του 20ου αιώνα στην ''Αράχωβα'' (Πεντάκορφο σήμερα) . Το περιέσωσε ο σεβάσμιος ιερέας έχοντας βαθιά επίγνωση της ιερότητας τέτοιων κειμηλίων και το κατέθετε εκείνη τη φορά στο Αρχείο της προφορικής Ιστορίας με την ευκαιρία μιας Ημερίδας Μνήμης που διοργάνωσε στο Πανεπιστήμιο Αγρινίου η καθηγήτρια Κωνσταντίνα Μπάδα.
Ο ιερέας είχε κληθεί να δώσει προφορική μαρτυρία για τις εκκλησίες που ανεγέρθηκαν στην περιοχή της Ποταμούλας όπου ήταν εφημέριος και έφερε μαζί του το ποίημα γιατί κατά την άποψή του ,τεκμηρίωνε καλύτερα την αφήγησή του.
Το πήρα στα χέρια μου.Και ήταν καθαρογραμμένο με κονδυλοφόρο,πάνω σε κόλλα ριγωμένη,με ημερομηνία 23-5-1956 και υπογραφή ''Κωστής Δ.Κωτούλας /κάτοικος Πεντακόρφου''.
Το ποίημα γράφτηκε πριν από 50 χρόνια,με αφορμή την ημέρα του Άη-Γιωργιού και πανηγύρι  της Ποταμούλας.



Είχε τίτλο ''Χιλιομόδια'' όπως αποκαλούν μέχρι και σήμερα οι ντόπιοι μια εύφορη 
περιοχή κοντά στην εκκλησία για να δείξουν πως έβγαζε πολύ σιτάρι (ετυμολογία:χίλια μόδια < μόδιο = μονάδα μέτρου χωρητικότητας δημητριακών).
Ο Κωστής Κωτούλας κατέγραφε τον ενθουσιασμό του για την νέα Κοινότητα που έπαιρνε το όνομα Ποταμούλα.Ξεκίνησε απ'την '' παλιά Αράχωβα '' κι ήρθε στο νέο οικισμό,ανήμερα στη γιορτή να πάει στην εκκλησία και να δει με την ευκαιρία του πανηγυρισμού το συγγενολόι που μετακινήθηκε στα πεδινότερα για καλύτερη τύχη.

Γι'αυτό ονομάζει την Ποταμούλα «δυχατέρα » (=κόρη) της Αράχωβας και χαιρετίζει μεγαλόθυμα το νέο της κοινοτάρχη αποκαλώντας τον, κατά τον αρχαιότερο τρόπο, ''Προεστό''.

Κει στα παληά ξεχειμαδιά,που η σκέψι μ'είχε γείρη 
του Αη Γηωργιού ανήμερα πήγα στο πανηγύρι,
απ΄'την παληά Αράχωβα,να ειπώ την καλημέρα
συγγενολόι, ώρες παιδιά τούτη η μας δυχατέρα.
                                                                         (στροφή 1)

Εντύπωση προκαλεί η λέξη ''νείρεται'' που ερμηνεύεται σωστά μόνο αν την τοποθετήσουμε στο ιστορικό - κοινωνικό πλαίσιο της εποχής.

Η Ποταμούλα!-δ'ο προεστός έχει τα στήθεια κάστρα
Κρατιέται δ'απ'τη μάνα του Χαρίκλεια του Πάστρα
Και δέρνει τον τ'απήγορο,κι η συλλοή τον δέρνει
Τρακτέρ,νείρεται πράματα,όσα τ'αυτι του παίρνει.
                                                                        (στροφή 2)

Ήταν στη δεκαετία του '50 ,μόλις η Ελλάδα έβγαινε
τραυματισμένη από τους πολέμους και οι άνθρωποι ,θύματα των ιστορικών συγκυριών,ονειρεύονται την πρόοδο τουλάιστον για την νέα γενιά.Με την ποιητικότητα του ρήματος ''νείρομαι'' ο Κωστής Κωτούλας πιάνει τον σφυγμό της εποχής και προχωράει στην τοπική γεωγραφία με βαθειά αισθητική.Καίριος στο διάγραμμα των κοινοτικών συνόρων.Η Ποταμούλα εκτείνεται απ'τη Φραγκόσκαλα μέχρι τον παλαιότερο οικισμό Λάτα


Ρομαντικός και αισθαντικός στην περιγραφή του φυσικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο χτίστηκε η Εκκλησία ενεργοποιεί και απογειώνει τα ποιητικά αντανακλαστικά του:

Τούτ'η Νέα Κοινότητα - Φραγκόσκλα ως τη Λάτα 
μακραίνει δίπλα σέρνεται,στων αμαξιών τη Στράτα
Ιδέστε γύρω γούπατα των σιταριών ανθούδια 
Βυζαντινού ρυθμού εκκλησιά πλάι στα Χιλιμούδια.
                                                                               (στροφή 3)

Στην τέταρτη στροφή κάνει αναφορά στο σχολείο σύμβολο μιας αγωγής που υπόσχονταν την ανάκαμψη του ταλαιπωρημένου τόπου.
Παρόλο που οι στίχοι αυτοί διαπλέκονται με υμνητικές αναφορές στη Βασίλισσα, όντας,όπως φαίνεται ο ίδιος ''φανατικός Βασιλόφρων'' (και κατά συνέπεια παλαιός αντιβενιζελικός),δεν είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς πως πέρα από τα ιδεολογήματα των αυθεντιών ,ο Κωστής Κωτούλας που έζησε την ιστορία από πρώτο χέρι,συναντιέται με το συλλογικό όραμα της εποχής σύμφωνα με το οποίο τα Γράμματα ήταν η πρώτη παρήγορη απάντηση στα μεγάλα ερωτήματα που προέκυπταν.


Κι αν ερωτήσεις πως ανθεί του σήμερα η γενιά μας
Θα σου ειπούν διαυθέντεψεν Σχολείο η βασιλισσά μας 
η Φρειδερίκη ,μάτια μου,Αυθέντρα ονειρεμένη
Τρανή! αξιο ύμνητη,απ'το Θεό σταλμένη.
                         (στροφή 4) 

Οξύτατος νους ο Κωστής Κωτούλας,στην τελευταία στροφή,επιστρέφει στην αρχέγονη Μήτρα,τη Μάνα Γη και από κει περιμένει την ευημερία.Θέτει ως προϋπόθεση καρπερότητας την αξιοποίηση του Αχελώου.Η σύνδεση της γης με το ποτάμι  παραπέμπει σε αρχέγονα αλλά και σε σύγχρονα ποιητικά ευρήματα.Η αισθητική του όμως αντίληψη οδηγεί με επιτυχία στη δημιουργία μιας εύηχης στροφής που μοιάζει με τραγούδι μελωδικό.Η παιγνιώδης λειτουργία του ποιήματος εκφωνήματος -ούδια (μούδια/τραγούδια/παιδούδια/χιλιμούδια) και της ανοιχτής βροντερής συλλαβής λα (Κελάκια - Λάτα -Ποταμιά),δίνουν έναν ανάλαφρο σκοπό και μια υγιή αντίληψη ζωής που παραπέμπει στη συλλογικότητα:

Να δώ,που η γη είναι καρπερή,μόδια χίλια μούδια
όταν κι'ως αξιοποιηθή,με τ'Αχελώου τραγούδια
Κελάκια-Λάτα-Ποταμιά νάχετε γειά παιδούδια
πρέπει να ματανομασθή,ως κραίνει ''Χιλιμούδια''.
                                                              (στροφή 5)

Σάββατο 7 Μαΐου 2016

''Του γέρου το ΠΑΡΑΠΟΝΟ'' ποίημα .

Ένα ποίημα που πραγματικά συγκλονίζει όταν το διαβάσει κανείς,
μια ιστορία ενός ηλικιωμένου που συγκινεί τον αναγνώστη....
αξίζει να το διαβάσετε!!! 


Απ΄το Γηροκομείο πέρασα να δω ένα γεροντάκι,
καθόταν μόνος σκεπτικός εκεί σένα παγκάκι.
Είχε λιγοστά μαλλιά και πρόσωπο θλιμμένο,
και είχε το παράπονο στα μάτια του γραμμένο.

Φόραγε χονδρό παλτό και κρατούσε κομπολόι,
απ'την τσέπη του κρεμότανε ένα παλιό ρολόι.
Εκεί όπως τον κοίταζα βγάζει ένα μαντήλι,
το χέρι του έκανε σαν τρεμάμενο καντήλι.

Σκούπισε τα μάτια του και φύσηξε την μύτη,
τότε τον πλησίασα σαν τον καλό Λευίτη.
Κάθισα στο πλάι του χωρίς να του μιλήσω,
ήθελα από σεβασμό να τον χειροφιλήσω.

Ήταν ένας γέροντας με αρχοντιά και χάρη
φαινόταν πως στα νιάτα του ήταν παλικάρι.
Τότε εγώ τον ρώτησα μπάρμπα πως σε λένε,
και άρχισαν τα χείλη του με λυγμούς να κλαίνε.

Είχε πόνο στην καρδιά και παράπονο μεγάλο, 
τόσο που ψυχούλα του δεν το μπορούσε άλλο.
Κάτσε παιδί μου να σου πω αυτό που με πικραίνει,
και την γέρικη καρδιά που χρόνια την βαραίνει.

Φτωχός εγώ γεννήθηκα μεγάλωσα με πείνα,
όταν πήρα την απόφαση και πήγα στην Αθήνα.
.
Εκεί λοιπόν εργάστηκα και πέρασαν τα χρόνια,
παντρεμένος με παιδιά και έχω τώρα εγγόνια.

Σαν πήρα λοιπόν την σύνταξη εγώ και η γυναίκα,
φύγαμε για το χωριό οι δυο μας απ'τους δέκα.
Οχτώ παιδιά μεγάλωσα τ'ανέθρεψα με κόπο,
τα χρήματα πού έβγαζα είχαν πιάσει τόπο.

Τα σπούδασα τα πάντρεψα τους έδωσα και προίκα,
σπίτια και οικόπεδα για τα παιδιά μου βρήκα.

Έμενα με την γριά στο χωριό παρέα,
ως που μια μέρα έφυγε απ'τη ζωή μοιραία.

Μόνος εγώ απέμεινα χωρίς την συντροφιά μου,
είχα όμως έλεγα τα καλά παιδιά μου.
Όσο περνούσε ο καιρός κανείς τους δε ρωτούσε,
αν ο Πατέρας στο χωριό μόνος του μπορούσε. 

Χτυπάει το τηλέφωνο τρέχω να προφτάσω,
ακούω μια γλυκιά φωνή ''γεια σου Παππού μου Τάσο!!!''.
Ήταν το εγγόνι μου πες μου πως ν'αντέξω???
εδώ που τώρα βρίσκομαι μαζί του πως να παίξω???

Ακούω μετά τον γιόκα μου τι κάνεις ρε Πατέρα?
Τι σκέφτεσαι να κάνουμε από δω και πέρα?

Απάντηση του έδωσα χωρίς να περιμένει,
πως δεν θα πάω σπίτι του αυτός κι'αν επιμένει.

Πατέρα μου λέει δεν χωράς με συγχωρείς συγνώμη,
αλλά έχω να σου πω την εξής τη γνώμη.
Τότε ασυγκράτητα τρέχαν τα δάκρυά μου,
την κυρά μου σκέφτηκα που ήταν μακριά μου. 

Μου λέει λοιπόν σκεφτήκαμε για να μην είσαι μόνος,
να πας εκεί στο ίδρυμα να περάσει λίγο ο χρόνος.
Δεν είχα καν τη δύναμη άλλο πια να κλάψω,
 την πίκρα και το άδικο προτίμησα να κάψω.

Απάντηση δεν έδωσα τους άφησα να πράξουν,
ούτε που το σκέφτηκαν την γνώμη τους ν'αλλάξουν.

Όταν λοιπόν σταμάτησε σκούπισα τα μάτια 
και η καρδιά μου έσπασε σε χίλια δυο κομμάτια.
«Ο μπάρμπα Τάσος ήτανε ενός πατέρα η ιστορία,
που αυτό που άξιζε ήταν μόνο η τιμωρία.

Να μην χαρεί τα εγγόνια του που τόσο αγαπούσε,
την θαλπωρή και ζεστασιά που τόσο λαχταρούσε.

Πώς σ'αυτόν τον άνθρωπο μια ώρα να του φτάσει,
εκεί έξω στην αυλή τα εγγόνια να χορτάσει???».

Τότε εγώ θυμήθηκα τον δόλιο μου Πατέρα,
που και 'γω στο ίδρυμα τον άφησα μια μέρα. 

Σηκώθηκα και έφυγα να πάω να συναντήσω,
το μνήμα του Πατέρα μου ΣΥΓΝΩΜΗ να ζητήσω.
Ένα κερί του άναψα και έκλαιγα στο χώμα,
ας ζούσες πατερούλι μου και να σ'είχα ακόμα.

"✍️ 𝓟𝓸𝓽𝓪𝓶𝓸𝓾𝓵𝓪 𝓶𝓪𝓲𝓽𝓼  2014"

Πέμπτη 11 Ιουνίου 2015

"ΟΙ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΑΣ" - Ποίημα

Έχει το χωριό επτά εκκλησιές
με κεντρική τη μία, 
φωτίζουν κι είναι ταιριαστές
σαν επτάφωτος λυχνία.
Πολιούχο, προστάτη κι οδηγό
Έχει τoν Αι-Γιώργη,
Άγιο –θαυματουργό
τον αγαπάνε όλοι.
Το γενέθλιο της θεοτόκου
βρίσκεται,
στον τόπο Κελανίτης,
ξάγρυπνη μέρα-νύχτα στέκεται
σαν μάννα στο παιδί της.
Στη μεταμόρφωση του Σωτήρα
κάθε Αυγούστου έξι,
έχει του κόσμου την πλημμύρα
προτού ακόμα φέξει.
Τιμάται κι ο Αι Θεόδωρος
Ο μάρτυς ο γενναίος,
ζητάει τις πρεσβείες του
Ο γέρος και ο νέος.
Ο Αι- Ηλιάς ευρίσκεται
πάνω στα Παλιουράκια,
κι όλοι τον επισκέπτονται
μεγάλοι και παιδάκια.
Στη Λάτα το παλιό χωριό
είν΄’ο Αι- Θανάσης
αν δεν πάς το Γενάρη  18
2 Μάη να περάσεις.

Η μνήμη εορτάζεται
του Αγίου Ευθυμίου
και πανηγυρίζεται
στις 20 Ιανουαρίου.
Ζητάμε τις πρεσβείες τους
στον Κύριο και Θεό μας,
όλος ο κόσμος να ν καλά
μαζί και το χωριό μας.


''Ποταμιώτης''

Δευτέρα 8 Ιουνίου 2015

Ποίημα Ποταμιώτισας ''Αφιερωμένο στο χωριό μου''!!


Αφιερωμένο στο χωριό μου!!









 Μικρό χωριό μου γραφικό
πολύ αγαπημένο

με λόφους και ψηλά βουνά 
είσαι ζωγραφισμένο.


Με δέντρα όλων των ειδών 
στα πράσινα λιβάδια

και στων βουνών τους πρόποδες 
κυλούνε τα ποτάμια.


Ο επισκέπτης που θα 'ρθεί
θέλει να περπατήσει 

τις τόσες σου τις ομορφιές 
για να ανακαλύψει.



Θα τον μαγέψει το χωριό
με την πολύ ομορφιά του

και θα θελήσει γρήγορα 
να ξαναρθεί κοντά του.


Χωριό μου κάθε σου κορφή 
και κάθε μονοπάτι 

του Παραδείσου χρώματα 
μαγεύουν τον διαβάτη.


Τα δικά σου τα παιδιά 
που φύγαν μακριά σου

με νοσταλγία προσπαθούν 
να ΄ρθούν ξανά κοντά σου.




Με πασχαλιές και γιασεμιά
κάθε λογής λουλούδι



η φύση σου μας προκαλεί 
να γράψουμε τραγούδι!!






 Μαρία Κ. Μπακογιάννη