Πέμπτη 21 Μαρτίου 2019

Ποταμούλα: Τα "βαφτίσια" μιας αλλοτινής εποχής!!!!

Παίρνοντας αφορμή απο τις παρακάτω φωτογραφίες,που είχαμε στο αρχείο μας, δημοσιεύουμε το κείμενο που ακολουθεί με τα έθιμα και τις δυσειδαιμονίες εκείνης της εποχής,που ίσως σήμερα φαντάζουν εξωπραγματικά.....

Το μυστήριο της Βάπτισης στον Άγιο Γεώργιο Ποταμούλας, από τον μακαριστό παπά Δημήτρη Ιωακείμ.

Το παρακατω κείμενο Πηγή : Λαογραφικό υλικό από σημείωμα του Ξένου Ξενίτα στα Ποντιακά φύλλα - Τεύχος 25ον - Μάρτιος 1938, σελ 324 - 327
Η βάφτιση,τα βαφτίσια ή φωτίσια̤, θεωρούνταν ένα από τα σπουδαιότερα, αν όχι το σπουδαιότερο από όλα τα άλλα μυστήρια της Χριστιανικής εκκλησίας. Επικρατούσε η δοξασία ότι δια του βαπτίσματος υπάρχει απαλλαγή απ' το προπατορικό αμάρτημα, της αιτίας δηλαδή εκδίωξης των πρωτόπλαστων Αδάμ και Εύας από τον Παράδεισο. Προπαντός για τα μικρά παιδιά πίστευαν ότι, αν τύχαινε να πεθάνουν βαφτισμένα πρίν μεγαλώσουν και αρχίσουν τις αμαρτίες, ήταν απόλυτα εξασφαλισμένος ο Παράδεισος, όπου θα αφομοιώνονταν με τα φτερωτά αγγελούδια και τα καλλικέλαδα πουλιά. Κι αν τύχαινε να πεθάνουν αβάφτιστα, η ψυχούλα τους θα ήταν κολασμένη στην αιωνιότητα. Γι αυτό, η σοβαρότερη φροντίδα μόλις γεννιόταν ένα παιδί ήταν να το βαφτίσουν. Έτρεμαν να μη πεθάνει πρίν προλάβει να βαφτιστεί. Σε τέτοια περίπτωση, η θανάσιμη αμαρτία σύμφωνα με την παράδοση - εβάρυνε τους παππούδες, διότι οι γονιοί του παιδιού σαν νεότεροι δεν είχαν την πείρα της ζωής, έταν τζαχάλ' , ήταν άμαθοι, άπειροι, τζαχίληδες. Για να προλάβουν λοιπόν ένα τέτοιο ενδεχόμενο, έσπευδαν τη βάφτιση, η οποία γινόταν σε 15 με 40 ημέρες το πολύ από τη γέννα.
Ο μακαριστός  παπά Δημήτρης Ιωακείμ τελεί την βάπτιση σε σπίτι...
Αν ξαφνικά αρρωστούσε το παιδί, η μόνη φροντίδα των γονιών ήταν, πρίν κι από τον γιατρό, να καλέσουν τον παπά και τον ανάδοχο και άψε σβήσε να το βαφτίσουν.




Αν αμέσως μετά τη γέννηση το παιδί έδειχνε ότι δεν ήταν για ζωή και δεν προλάβαιναν να το βαφτίσουν, τότε του έχυναν το λάδι της καντήλας στο κεφάλι και πασάλειφαν όλο του το κορμάκι λέγοντας τις προσευχές του συμβόλου της πίστεως «Πιστεύω εις Ένα Θεό....» της Κυριακής Προσευχής «Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς....». Έλεγαν δε : "Ατό πά ιμσόν βαφτίσιν έν' " . Έτσι θεωρούσαν και τον εαυτό τους εξιλεωμένο.


Εκτός απ την απαλλαγή από το προπατορικό αμάρτημα, στη βάφτιση απέδιδαν και τη δύναμη να προστατεύει τα παιδιά από τα πονηρά πνεύματα : τα μάϊσας ή οι νυχτισνοί, ή τα μαϊκά. Επίσης υπήρχαν και οι δεισιδαίμονες προλήψεις :


Ενόσο δεν βαφτιζόταν το παιδί, έπρεπε τα ρουχαλάκια του, πανάκια και τα συναφή, πρίν δύσει ο ήλιος να τα μαζέψουν απ έξω και να τα φέρουν μέσα στο σπίτι, έστω και αστέγνωτα (υγρά).

Το νερό του σπιτιού έπρεπε να το προμηθευτούν από νωρίς με την ημέρα. Μόλις σουρούπωνε απαγορευόταν απολύτως να φέρουν νερό μέσα στο σπίτι απ' έξω.

Αν κατά τις πρώτες σαράντα ημέρες έμπαινε κανείς μέσα στο σπίτι μετά το σουρούπωμα, έπρεπε πρώτα να σταθεί στο δωμάτιο όπου ήταν το τζάκι για λιγάκι κι έπειτα του να του επιτραπεί να επισκεφθεί το δωμάτιο της λεχώνας.

Έλεγαν –και πολλοί πίστευαν- ότι τα πονηρά πνεύματα που τον είχαν ακολουθήσει απ έξω, έφευγαν απ το τζάκι και δεν υπήρχε πια κίνδυνος να τον ακολουθήσουν στο δωμάτιο της λεχώνας και του παιδιού, που μπορούσαν αλλιώς να προσβληθούν :προσβάλλεται το παιδί από τα πονηρά πνεύματα, ή – τρελάθηκε όταν ήταν λεχώνα, ή έπαθε όταν ήταν λεχώνα και κόπηκε το γάλα της.


Όλο τον πρώτο χρόνο απαγορευόταν να βγαίνει το παιδί έξω απ το σπίτι μετά τη δύση του ήλιου. Όταν τύχαινε να βγεί νωρίς με τη μητέρα του ή άλλους σπιτικούς κι αργούσε για τον οποιοδήποτε λόγο να επιστρέψει πρίν νυχτώσει, τότε έβαζαν στον κόρφο του ένα κομματάκι ψωμί και πρίν να φτάσουν στην εξώπορτα του σπιτιού, ακριβώς κάτω απ το στέγαστρο της προεξοχής της στέγης του σπιτιού, πετούσαν μακριά το ψωμί και έβαζαν γρήγορα το παιδί μέσα στο σπίτι. Έλεγαν και πίστευαν ότι τα πονηρά πνεύματα, που παρέμεναν κολλημένα στους τοίχους των σπιτιών, με την προφύλαξη της προεξοχής της στέγης από τη βροχή, ....ασά σταλαμίτας....έτρεχαν να αρπάξουν το ψωμί κι έτσι δεν υπήρχε κίνδυνος να ακολουθήσουν το παιδί μέσα στο σπίτι.


Ότι καινούριο πράγμα ερχόταν μέσα στο δωμάτιο της λεχώνας, έπρεπε να σηκώσουν το παιδί και να το πατήσει. Εάν λησμονούσαν να το κάνουν και πάθαινε κάτι το παιδί έλεγαν : "το κρέας....το οψάρ'....η χλαού....τα παπούτζια...." επάτεσαν το μωρόν. Επίσης εάν το παιδί αργούσε να περπατήσει κι αυτό το απέδιδαν "σο πάτεμαν". Για θεραπεία έλουζαν το μωρό με νερό όπου είχαν βάλει τα υποτιθέμενα είδη που ευθύνονταν για το πάτεμαν τη μωρί, αυτά που είχαν τυχόν λησμονήσει στο να πατήσει το μωρό.


Η λεχώνα επι σαράντα ημέρες δεν έβγαινε από το σπίτι της.


Μετά με συμπλήρωση των σαράντα ημερών πήγαινε στην εκκλησία μαζί με το παιδί της για να τους διαβάσει ο παπάς την ευχή του σαραντίσματος. Αν το παιδί ήταν αγόρι, ο παπάς το 'παιρνε μέσα στο ιερό θυσιαστήριο, όχι όμως τα κορίτσια. Όταν πρωτόβγαινε η λεχώνα απ το σπίτι της, έπρεπε πρώτα μαζί με το παιδί της, να επισκεφθεί τη μάνα της, οπότε έλεγαν : "εσαραντάρτ'σεν κι' επήγεν ση μάννας-ατς" και το άλλο : "Τη λοχούσας το έναν το ποδάρ' ως τα σαράντα ημέρας, σο ταφίν έν' ".

Κατ' έθιμον, το πρώτο παιδί ενός αντρόγυνου ήταν υποχρεωμένος να το βαφτίσει ο κουμπάρος που τους στεφάνωσε. Τα άλλα τα παιδιά τους τα βάφτιζαν συγγενείς και φίλοι. Πρίν ακόμα γεννηθεί το παιδί, το καπάρωναν κι έτσι εμφανίζονταν πολλές φορές για να το ζητήσουν δύο ή τρία διαφορετικά πρόσωπα.

Οι γονιοί, πρίν γεννηθεί το παιδί τους, δεν έδιναν σε κανέναν λόγο ή υπόσχεση, μόνο αρκούνταν να πούν : "άς λευτερούται ή άς λευτερούμαι μίαν με το καλόν κ' επεκεί ελέπομε".

Όλοι οι υποψήφιοι ανάδοχοι είχαν το νού τους, μόλις γεννιόταν το παιδί να στείλουν γάλα στη λεχώνα.
Όποιος πήγαινε ή έστελνε πρώτος γάλα στη λεχώνα, εκείνος αποκτούσε το δικαίωμα του αναδόχου.
Αν οι γονιοί για οποιονδήποτε λόγο ήθελαν να κάνουν κουμπάρο έναν που δεν το είχε ζητήσει, τότε, άσχετα με τους τυχόν άλλους υποψήφιους, μόλις γεννιόταν το παιδί τους, του έστελναν με τη μαμμή μία λαμπάδα και ένα μεταξωτό μαντήλι, η οποία του 'λεγε : "έστειλανε 'σε την λαμπάδαν ασ' σή –τάδε- να βαφτίεις το παιδίν ατούν"
Η μαμμή για τον κόπο της έπαιρνε χρηματικό φιλοδώρημα "παχσούς".
Εκείνος που του έστελναν την λαμπάδα, ήταν υποχρεωμένος να δεχτεί την πρόσκληση και να βαφτίσει το παιδί. Η αποστολή της λαμπάδας εκτός από την απόλυτη προτίμηση και εκτίμηση που υποδήλωνε, ήταν και ιερό σύμβολο και με κανέναν τρόπο δε μπορούσε κανείς να την αρνηθεί. Καμμία περίπτωση δεν υπάρχει που να επιστράφηκε λαμπάδα. Χαρακτηριστικά ο λαός εδογμάτιζε : " Η λαμπάδα οπίσ' 'κ̌ι' πάει"


Γι αυτό κι εκείνοι που είχαν ζητήσει το παιδί προηγουμένως, σέβονταν τη θέληση των γονέων και ουδόλως θεωρούσαν προσβολή την πράξη τους αυτή. Άλλωστε όπως είπαμε δεν είδαν ποτέ λόγο σε κανέναν πριν να γεννηθεί το παιδί.


Η λαμπάδα ως σύμβολο ήταν πολύ ιερή ώστε αν ποτέ τύχαινε να τσακωθούν οι γονείς του παιδιού με τον κουμπάρο (πράγμα σπάνιο) του 'διναν την κατάρα : "Η λαμπάδα μ' να να καίει 'σε" που εθεωρείτο πολύ φρικτή και μεγάλη κατάρα.

Εάν ήθελε κανείς οπωσδήποτε να προτιμηθεί και να εξασφαλίσει απόλυτα τη συγκατάθεση των γονιών για να τους βαφτίσει το παιδί, τότε αμέσως μετά τη γέννα έπρεπε να στείλει ένα ποτήρι λάδι. Οι γονείς ήταν υποχρεωμένοι να το δεχτούν. Δε μπορούσαν πλέον μετά από αυτό να κάνουν χρήση της λαμπάδας. Επικρατούσε το δόγμα : "Η λαμπάδα 'κ̌ι' νικά το ελάδ' ".

Αν τύχαινε οι γονείς του παιδιού να είναι φτωχοί και χωρίς κύκλο γνωριμιών, μετά την παρέλευση των προκαθορισμένων ημερών, προθυμοποιούνταν κάποιοι εύποροι ή φιλάνθρωποι και φιλάλληλοι γείτονες για να αναλάβουν τη βάφτιση.

Γενικά το βάπτισμα των παιδιών, ασχέτως με τις κοινωνικές σχέσεις και τη διεύρυνση τους, τις συγγενικές ή φιλικές σχέσεις και την καλλιέργεια τους, επίσης, άσχετα από όποια άλλη σκοπιμότητα κοινωνικής προβολής ή συμφερόντων απόκτησης δημοφιλίας, ήταν πρωτίστως μεγάλο ψυχικό. Γι αυτό, όσοι είχαν τα μέσα, επεδίωκαν να βαφτίζουν όσο περισσότερα παιδιά μπορούσαν. Έλεγαν μάλιστα χαρακτηριστικά : "Το να βαφτίζ' κανείς πολλά μωρά, ιμσόν χατσ̌ουλούκ' έν' ".
Όλα τα παιδιά που βάφτιζε ο ίδιος ανάδοχος, θεωρούνταν αδέρφια μεταξύ τους και δε μπορούσαν να παντρευτούν – δεν έπεφτε μεταξύ τους στεφάνι : "έπεσαν σ' έναν εγκάλιαν και 'κ̌ι' τισέβνε".
Γι αυτό επεδίωκε κανείς να βαφτίζει μόνο αγόρια ή μόνο κορίτσια.
Την ημερομηνία της βάφτισης την όριζαν πάντα οι γονείς του παιδιού. Εάν από λεπτότητα δεν ήθελαν να στενοχωρήσουν τον κουμπάρο, έπρεπε ο ίδιος να αναλάβει πρωτοβουλία και να ρωτήσει : "πότε α εφτάμ' ατό χριστιανόν ;"
Την ίδια ερώτηση μπορούσαν πλαγίως να την κάνουν και συγγενείς ή φίλοι, παρουσία του αναδόχου.
Ως ημέρα βάφτισης προτιμούσαν το απόγευμα Κυριακής ή και καμιάς άλλης γιορτής.
Η πρόσκληση στη βάφτιση γινόταν τόσο από την πλευρά των γονιών του παιδιού, όσο και απ την πλευρά του αναδόχου. Έστελναν ένα παιδί στα γνωστά και φιλικά σπίτια και τους προσκαλούσαν στη βάφτιση είτε την ίδια ημέρα είτε μία ημέρα πρίν.
Στο παιδί αυτό όλοι οι καλεσμένοι έδιναν χρηματικό φιλοδώρημα "παχσούς".
Επίσης, τόσο οι γονείς όσο και ο ανάδοχος, όσους συναντούσαν τις προηγούμενες ημέρες, τους έκαναν λόγο για τη βάφτιση και τους προσκαλούσαν.
Ο νονός ήταν υποχρεωμένος να προμηθευτεί για το νεοφώτιστο, εσώρουχα είτε ραμμένα είτε σε ύφασμα χασεδένιο. Επίσης και ύφασμα μάλλινο ή μεταξωτό για ρουχαλάκια. Στα τελευταία χρόνια υπήρχαν όλα έτοιμα σε κουτιά κι έτσι τα προμηθεύονταν.
Επίσης αγόραζε κι ένα σταυρό με αλυσιδίτσα ή μεταξωτή κορδέλα, τα κουφέτα αλλά και τα κεριά που θα κρατούσαν οι καλεσμένοι. Την ημέρα της βάφτισης έστελνε και γλυκίσματα, όπως τσιριχτά ή περέκ.
Τη μεγάλη λαμπάδα για τη βάφτιση την αγόραζε η μητέρα του παιδιού και την έστελνε έγκαιρα στον μέλλοντα κουμπάρο.
Η βάφτιση μπορούσε να τελεστεί είτε στο σπίτι είτε στην εκκλησία. Στην πρώτη περίπτωση μαζεύονταν όλοι στο σπίτι του παιδιού, ενώ στη δεύτερη περίπτωση πρώτα θα μαζεύονταν όλοι οι καλεσμένοι του κουμπάρου στο σπίτι του κι από κεί όλοι μαζί θα αναχωρούσαν για την εκκλησία. Οι καλεσμένοι των γονιών συγκεντρώνονταν στο σπίτι του παιδιού απ όπου αναχωρούσαν όλοι μαζί για την εκκλησία.
Αν τα σπίτια των κουμπάρων ήταν γειτονικά, κοντά, ή επρόκειτο να περάσουν απ τον ίδιο δρόμο, τότε έσμιγαν και πήγαιναν όλοι μαζί στην εκκλησία.
Η μητέρα του παιδιού έμενε στο σπίτι και δεν πήγαινε στην εκκλησία. Εάν η βάφτιση γινόταν στο σπίτι, η μητέρα του παιδιού περίμενε σε άλλο δωμάτιο και όχι στο ίδιο που ετελείτο το μυστήριο. Το παιδί το βαστούσε η μαμή. Σύμφωνα με τον κανονισμό –την τάξη- κάθε εκκλησίας (ναού), ενορίας, υπήρχε 1η , 2η και 3η τάξη στη βάφτιση. Ανάλογη της τάξης ήταν και η διακόσμηση του ναού, ο αριθμός των παπάδων και των ιεροψαλτών αλλά και η διατίμηση. Ο ανάδοχος αν ήθελε να δώσει αίγλη στη βάφτιση καλούσε και άλλου ιερείς από άλλες ενορίες, ακόμα και τον δεσπότη. Ο ανάδοχος με το παιδί στην αγκαλιά, ή στην αγκαλιά της μαμής, περίμενε στο νάρθηκα της εκκλησίας όπου ο παπάς διάβαζε την κατήχηση και τους εξορκισμούς.

Μόλις ο νονός έλεγε το όνομα του παιδιού στον παπά κατά τη διάρκεια της κατήχησης, έτρεχαν τα παιδιά για να πάνε στο σπίτι του παιδιού και να πληροφορήσουν τη μητέρα : "Να πάνε στιχαρι̤άζ΄ ατέν'" . Για αμοιβή έπαιρναν χρηματικό φιλοδώρημα : "Τα στιχαρά̤τ'κα" . Αυτό συνέβαινε βέβαια μόνο όταν ο ανάδοχος (νονός) κρατούσε μυστικό το όνομα του παιδιού μέχρι τη βάφτιση.
Μετά την κατήχηση ο παπάς οδηγούσε τον ανάδοχο με το παιδί, στο κέντρο του ναού όπου ήταν τοποθετημένη η κολυμβήθρα και όλοι οι καλεσμένοι περίμεναν εκεί για το μυστήριο. Τότε μοιράζονταν τα κεριά στους καλεσμένους, ενώ στους ψάλτες και τους παπάδες μοίραζαν λαμπάδες. Αναλόγως την τάξη της βάφτισης άναβαν καντήλια και πολυελέους. Ο ανάδοχος αναλάμβανε όλα τα έξοδα της εκκλησίας και έδινε χρηματικό φιλοδώρημα και στη μαμή.


Επικρατούσε η συνήθεια να βάζουν τα ονόματα των παππούδων, όταν αυτοί ήταν πεθαμένοι. Αν ζούσαν, το είχαν σε κακό να βάλουν τα ονόματα τους. Ωστόσο μερικοί παππούδες προτιμούσαν ζώντας να καμαρώνουν τα εγγόνια τους που έφεραν το όνομα τους. Επίσης, προτιμούσαν να βάζουν τα ονόματα τυχόν πεθαμένων αδερφών του παιδιού. Σε κάθε περίπτωση όμως θα έπρεπε να είναι σύμφωνος και ο ανάδοχος που σε αυτό το θέμα είχε το βέτο.
Συνήθως ο ανάδοχος δε διαφωνούσε. Μπορούσε όμως να έχει τις αντιρρήσεις του ή να βάλει όνομα απ τους δικούς του συγγενείς ή από άλλα προσφιλή του πρόσωπα.
Αν τύχαινε να γεννηθεί το παιδί στο δρόμο κατά τη διάρκεια ταξιδιού τότε συνήθιζαν να το βαφτίζουν Ευστράτιο ή Ευστρατία ή Στρατή. Αν γεννιόταν την ημέρα ή την παραμονή μεγάλης εορτής, έδιναν το όνομα του αγίου ή της αγίας. Σε περιπτώσεις δύσκολης γέννας μάλιστα πίστευαν ότι ο άγιος ή η αγία βοήθησαν στο να ελευθερωθεί η έγκυος και το παιδί.
Αν στους γονείς δεν στέκονταν παιδιά (δεν ζούσαν), συνήθιζαν να τα ονομάζουν Στυλιανό ή Στελιανή (για να στυλωθεί και να τους ζήσει).
Δεν γινόταν διάκριση μεταξύ των Χριστιανικών και των εθνικών ονομάτων. 
Η πορεία από το σπίτι προς την εκκλησία γινόταν τελετουργικά και εν πομπή. Ο ανάδοχος βαστούσε ξαπλωμένο το παιδί στην αγκαλιά του και παράλληλα κρατούσε και αναμμένη τη λαμπάδα στο χέρι. Ακολουθούσαν οι καλεσμένοι. Οι παπάδες και οι ψάλτες προπορεύονταν της πομπής ψάλλοντας το : " Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε, Αληλούϊα " ή το " Σταυρόν χαράξας Μωσής " ή το " Εν τη Ερυθρά Θαλάσση ".
Μόλις έφταναν στο σπίτι μετά τη βάπτιση, η μητέρα του παιδιού –παρουσία του ιερέα- έκανε τρείς μετάνοιες και σταυρούς στον/στην ανάδοχο, του/της φιλούσε το χέρι και παραλάμβανε το παιδί στην αγκαλιά της λέγοντας "Πάντα άξιος/άξια". Ο νονός παραδίδοντας το παιδί έλεγε : " Ως τα εφτά χρόνια̤ σε 'σεν τεσλήμ" δλδ : ως επτά χρονών σου το παραδίδω = σου το εμπιστεύομαι.
Έπειτα κάθονταν όλοι και τους κερνούσαν γλυκό και κονιάκ, αργότερα δε και γλυκίσματα. Μετά έστρωναν τραπέζι με διάφορα τσερεζικά, δλδ μεζέδες, φρούτα και πιοτά, ή πρόσφεραν τσάϊ με παξιμάδια, τυρί κι ελιές. Για όσους κάθονταν στο τραπέζι αυτό έλεγαν : επήγον ή ευρέθαν σα φωτίσια̤. Στο τέλος μοίραζαν τις μπομπονίερες με τα κουφέτα. Παλιότερα αντί για κουφέτα μοίραζαν τσερεζικά.
Στους γονείς και τους παπούδες εύχονταν : "Να ζεί το νεοφώτιστον" ή "να τρώγομαι και σον γάμον ατ' ", ή "και ζείτε και να ελέπετε και τα στέφανα-τ' ".
Αν ήταν κορίτσι : " Σ΄ άλλ' το μίαν γότσα̤ αγούρια̤" δλδ και την άλλη φορά αγόρια, σαν τραγιά (που είναι οδηγοί στο κοπάδι).
Στον ανάδοχο εύχονταν : "Πάντα άξιος" ή " Να ζής και να στεφανώντς' ατο" ή "πάντα μωρά να βαφτίεις" κτλ
Την επόμενη εβδομάδα ή στις δεκαπέντε ημέρες, οι γονείς του παιδιού έστελναν στον ανάδοχο και στους δικούς του, δώρα. Ένα πουκάμισο μεταξωτό, ένα μαντήλι μεταξωτό, ένα ζευγάρι κάλτσες και ένα ζευγάρι παντόφλες. Στην ανάδοχο ένα πουκάμισο λινό με υφασμένο μετάξι ολόγυρα το οποίο ονόμαζαν πασά κεναρλούν καμίς.
Στους σπιτικούς του αναδόχου έστελναν ένα ζευγάρι κάλτσες. Επίσης καλούσαν σε γεύμα τον ανάδοχο κάποια Κυριακή μαζί με την γυναίκα του. Αν ήταν ελεύθερος τα καλέσματα ήταν πιο συχνά.


Ο ανάδοχος θεωρείτο και ήταν ο πνευματικός πατέρας του παιδιού μετά τα εφτά του χρόνια. Ώσπου να μεγαλώσει δεν έπαυε να δείχνει το ενδιαφέρον του για το παιδί. Φρόντισε για τη μόρφωση και την πρόοδο-προκοπή του και του παρέστεκε σε κάθε φάση της ζωής του, ιδίως εάν ποτέ τύχαινε να μείνει ορφανό από πατέρα ή μητέρα. Ιδιαιτέρως φρόντιζε να το παρακολουθεί αν εκκλησιαζόταν τακτικά και εάν ήταν ευσεβές και θεοφοβούμενο. Η κηδεμονία αυτή συνεχιζόταν ως τους γάμους του. Το παιδί όταν άρχιζε να μιλάει αποκαλούσε το ανάδοχο του δεξάμενε (τα τελευταία χρόνια και νονό) ενώ την ανάδοχο του δεξαμέντσα ή και νουνά. Ο ανάδοχος και η γυναίκα του το προσαγόρευαν δεξιμάτ' ή απλά με το όνομα του.


Το δεξιμάτ' για το αρσενικό και το δεξιματέα για το θυλυκό, χρησιμοποιούνταν και μεταξύ των μελών των οικογενειών. Για παράδειγμα, η μητέρα του παιδιού αποκαλούσε δεξιμάτ τον αδερφό του αναδόχουν ενώ δεξιματέα την αδερφή του. Επίσης, ο ανάδοχος ή ο αδερφός του με τον ίδιο τρόπο ονόμαζαν-αποκαλούσαν τα αδέρφια του αναδεξιμιού τους.

Οι γονείς του παιδιού και οι ανάδοχοι καθώς και οι γονείς τους προσαγορεύονταν μεταξύ τους με τα : σύντεκνε ή συντέκ'σα και κουμπάρε, κουμπάρτ'σα.

Η προσφώνηση δεξιμάτ' και σύντεκνε καθιερώθηκε τα τελαυταία χρόνια να λέγεται και μεταξύ ανθρώπων χωρίς προφανή συγγένεια αλλά χάριν καλής και εύσχημης διαθέσεως. Παραδείγματος χάριν : Αν τύχαινε κανείς απ τα Κοτύωρα να πάει στο Τεπέ Κιοϊ (ση Τεπεκιοϊνής τον Α-γιάννεν – 29 Αυγούστου) και συναντούσε στο δρόμο κανέναν χωρικό Έλληνα, μπορούσε να τον ρωτήσει : " Έεε, δεξιμάτ' (ή σύντεκνε), απ' αδά ως το Τεπέ – Κιοϊν πόσον ώραν κι' άλλον έν' ;


Το παιδί σεβόταν τους αναδόχους του όπως και τους γονείς του. Αν ευτυχούσε ή ευπορούσε στη ζωή του, ποτέ δεν ξεχνούσε τους αναδόχους του και τους στήριζε στην δυσκολίες τους. Τις μεγάλες γιορτές, Χριστούγεννα, Πάσχα κτλ πήγαινε και τους φιλούσε το χέρι.


Εξετάζοντας τη σκοπιμότητα όλων αυτών των εθίμων, μπορούμε με ασφάλεια να εξάγουμε το συμπέρασμα ότι όλα αυτά τα είχαν θεσπίσει οι πρόγονοι μας προκειμένου να διασφαλίσουν την προστασία της παιδικής αλλά και της γεροντικής ηλικίας καλλιεργώντας το αίσθημα της κοινωνικής αλληλεγγύης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου